παναγής: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παναγής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που βαρύνεται από [[άγος]], από ανίερη [[πράξη]], μιαρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[μίασμα]]»), | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[παναγής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που βαρύνεται από [[άγος]], από ανίερη [[πράξη]], μιαρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[μίασμα]]»), [[πρβλ]]. [[δυσαγής]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[παναγής]], -ές (Α)<br />[[πάναγνος]], ιερότατος, [[πανάχραντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[εξαγνισμός]], [[σέβας]], [[ευλάβεια]]», για τις σημ. του [[άγος]] <b>βλ. λ.</b> [[άγιος]]), <b>πρβλ.</b> [[ευαγής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ές, A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20. II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.
German (Pape)
[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait saint, sacré.
Étymologie: πᾶν, ἄγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] zeer heilig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναγής: окруженный святостью, неприкосновенный (παρθένοι Plut.).
Greek Monolingual
(I)
παναγής, -ές (ΑΜ)
αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσαγής].
(II)
παναγής, -ές (Α)
πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «εξαγνισμός, σέβας, ευλάβεια», για τις σημ. του άγος βλ. λ. άγιος), πρβλ. ευαγής].
Greek Monotonic
πᾰνᾰγής: -ές, ιερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacrosanctus, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.
Middle Liddell
πᾰνᾰγής, ές
all-hallowed, Lat. sacrosanctus, Plut.