κάθισμα: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathisma | |Transliteration C=kathisma | ||
|Beta Code=ka/qisma | |Beta Code=ka/qisma | ||
|Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[part on which one sits]]: in plural, [[buttocks]], Sch. Aeschin.1.126.<br><span class="bld">2</span> [[seat]], Simp.''in Ph.''347.9, Pall. ''in Hp.Fract''.12.278C.<br><span class="bld">3</span> [[base]] of a [[still]], Zos.Alch.p.224B.<br><span class="bld">II</span> [[sinking]], [[settling down]], of a [[wall]], Apollod.''Poliorc.''150.1.<br><span class="bld">2</span> [[sediment]], Sch.Nic.''Al.'' 95. | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[part on which one sits]]: in plural, [[buttocks]], Sch. Aeschin.1.126.<br><span class="bld">2</span> [[seat]], Simp.''in Ph.''347.9, Pall. ''in Hp.Fract''.12.278C.<br><span class="bld">3</span> [[base]] of a [[still]], Zos.Alch.p.224B.<br><span class="bld">II</span> [[sinking]], [[settling down]], of a [[wall]], Apollod.''Poliorc.''150.1.<br><span class="bld">2</span> [[sediment]], Sch.Nic.''Al.'' 95. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A part on which one sits: in plural, buttocks, Sch. Aeschin.1.126.
2 seat, Simp.in Ph.347.9, Pall. in Hp.Fract.12.278C.
3 base of a still, Zos.Alch.p.224B.
II sinking, settling down, of a wall, Apollod.Poliorc.150.1.
2 sediment, Sch.Nic.Al. 95.
German (Pape)
[Seite 1286] τό, das Sitzen, die Sitzung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάθισμα: τό, τὸ μέρος ἐφ’ οὗ τις κάθηται, ἐν τῷ πληθ. τὰ ὀπίσθια, οἱ γλουτοί, τὰ «κωλομέρια», Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 17. 43: = πυγή, πρωκτός, Λεοντ. Κύπρ. 1725Β.
2) κάθισμα, ἕδρα, Εὐσέβ. II. 1065Β, Καισάρ. 856, κλ.· - ἰδίως τὸ κάθισμα τοῦ αὐτοκράτορος ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ, Χρον. Πασχ. 528, 5., 588, 19, κτλ.· - τὸ μέρος τοῦ θρόνου ἐφ’ οὗ κάθηταί τις, Κοσμ. Ἰνδ. 101Β, Βυζ. II. σμῆνος, μελισσῶν Εὐστ. Πονημάτ. 58. 70. III. καθίζημα, καταπάτι, κατακάθισμα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 95. VI. παρ’ Ἐκκλ., 1) τὸ κελλίον μοναχοῦ, ὡσαύτως καθισμάτιον, τό, Παχώμ. 952Α. 2) ἓν ἐκ τῶν εἴκοσι μερῶν εἱς ἃ οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ διαιροῦνται, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ὁποίου ἐν ταῖς μοναῖς οἱ μοναχοὶ ἐκάθηντο, Στουδ. 1705C, 1708B, C, Βαλσαμ. Λαοδ. 17 (Κασσιαν. I, 100A, 102A). 3) καθίσματα, τροπάρια, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ᾆσιν τῶν ὁποίων δύνανται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νὰ κάθωνται, Λειτουργική.
Greek Monolingual
το (AM κάθισμα) καθίζω
το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα»)
νεοελλ.
1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα»)
2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος, κατολίσθηση
3. (για πλοία) προσάραξη σε αβαθή νερά ή σε ξέρα
νεοελλ.-μσν.
τροπάριο ή ψαλμός κατά την ανάγνωση ή μουσική εκτέλεση του οποίου οι εκκλησιαζόμενοι μπορούν να κάθονται, καταβασία
μσν.
1. στήριγμα, δοχείου, πυροστιά
2. πολιορκία
3. τόπος εγκατάστασης, κατοικία
4. φρ. «κάθισμα του ήλιου» — η δύση
μσν.-αρχ.
κατοικία του μοναχού, μικρή μονή, σκήτη, κελλί
αρχ.
1. το μέρος του σώματος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, τα οπίσθια, οι γλουτοί
2. ίζημα, κατακάθι
3. επιμέλεια, προσήλωση.