σκέμμα: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skemma | |Transliteration C=skemma | ||
|Beta Code=ske/mma | |Beta Code=ske/mma | ||
|Definition=ατος, τό, (σκέπτομαι) < | |Definition=-ατος, τό, ([[σκέπτομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[subject for speculation]] or [[reflection]], [[problem]], Hp.''Acut.''9, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 435c, 445a, Phld.''Rh.''1.202 S.<br><span class="bld">II</span> [[speculation]], Pl.''Cri.''48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν Arist.''Pol.''1285b37.<br><span class="bld">III</span> [[scheme]], [[plot]], J.''BJ''1.24.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] [[vraagstuk]], [[onderzoek]], [[analyse]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (σκέπτομαι)
A subject for speculation or reflection, problem, Hp.Acut.9, Pl.R. 435c, 445a, Phld.Rh.1.202 S.
II speculation, Pl.Cri.48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν Arist.Pol.1285b37.
III scheme, plot, J.BJ1.24.6.
German (Pape)
[Seite 892] τό, Betrachtung, Überlegung, Plat. Crit. 48 c; Untersuchung, Rep. IV, 445 a; εἰς φαῦλόν γε σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς εἴτε –, 435 c; S. Emp. pyrrh. 3, 56.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] vraagstuk, onderzoek, analyse.
Russian (Dvoretsky)
σκέμμα: ατος τό σκέπτομαι
1 предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;
2 рассмотрение, исследование Plat., Arst.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ
1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῦ σκέμματος», Ιώσ.)
2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῖς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)
αρχ.
1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)
2. διανόημα, συλλογισμός («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῦτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμμα)].
Greek Monotonic
σκέμμα: -ατος, τό (σκέπτομαι),·
I. υπόθεση που χρήζει σκέψης, ζήτημα, θέμα, σε Πλάτ.
II. σκέψη, θεωρία, υπόθεση, συλλογισμός, προβληματισμός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκέμμα: τό, (σκέπτομαι) ὑπόθεσις πρὸς σκέψιν, πρᾶγμα ἄξιον σκέψεως, ζήτημα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. σκέψις, θεωρία, ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «διάνοια» Ἡσύχ.
Middle Liddell
σκέμμα, ατος, τό, σκέπτομαι
I. a subject for speculation, a question, Plat.
II. speculation, Plat.