ὀδυνηρός: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]<br /><b class="num">1.</b> [[painful]], Pind., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[painful]], [[distressing]], Eur., Ar. | |mdlsjtxt=ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]<br /><b class="num">1.</b> [[painful]], Pind., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[painful]], [[distressing]], Eur., Ar. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[painful]]=== | |||
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: [[douloureux]]; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: [[schmerzhaft]]; Greek: [[επώδυνος]], [[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]; Ancient Greek: [[ἀλγεινός]], [[ἀλγηρός]], [[ἀλγινόεις]], [[ἀλγυντήρ]], [[ἀλεγεινός]], [[ἀνιαρός]], [[ἀνιηρός]], [[ἀργαλέος]], [[βαρύμοχθος]], [[βαρύς]], [[δακνῶδες]], [[δακνώδης]], [[διώδυνος]], [[δυηπαθής]], [[δυήπαθος]], [[δυσχερής]], [[ἔμπονος]], [[ἐναλγής]], [[ἐπαλγής]], [[ἐπίλυπος]], [[ἐπίπονος]], [[ἐπώδυνος]], [[λυπηρός]], [[λυπρός]], [[ὀδυναρός]], [[ὀδυνηρός]], [[ὀδυνηφόρος]], [[ὀδυνῶδες]], [[ὀδυνώδης]], [[περιαλγής]], [[περιώδυνος]], [[πικρός]], [[σμυγερός]], [[χαλεπός]]; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: [[doloroso]]; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: [[doloroso]], [[dolorido]]; Romanian: dureros; Russian: [[болезненный]], [[мучительный]], [[больной]]; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: [[doloroso]]; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol | |||
}} | }} |
Revision as of 13:16, 1 November 2023
English (LSJ)
Dor. ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρά, ὀδυνηρόν,
A painful, ἕλκος Pi.P.2.91, cf. Ar.Ach.231; ὀδυνηρότατα πάθη Pl.Grg.525c; ὀδυνηρότατον τραῦμα Jul.Gal.160d. Adv. ὀδυνηρῶς = painfully Arist.HA609b25 : Comp. ὀδυνηρότερον Plu.2.837a.
2 distressing, γῆρας Mimn.1.5; πᾶς . . ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων E. Hipp.189(anap.); ὀδυνηρότερος βίοτος Ar.Pl.526; ὀδυνηρὸς πλοῦτος E.Ph.566, cf. Phld.Lib p.15 O.; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.
German (Pape)
[Seite 295] schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάθη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
Russian (Dvoretsky)
ὀδῠνηρός: дор. ὀδῠνᾱρός 3
1 причиняющий боль, болезненный, мучительный (ἕλκος Pind.; πάθος Plat.; πλῆγμα Arst.; σύγκοιτις Plut.);
2 полный мучений, страдальческий, горестный (βίος Eur.; βίοτος Arph.).
English (Woodhouse)
painful, causing pain, causing physical pain, giving pain
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, ἀλγεινός, ἕλκος Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα πάθη Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) πλήρης ὀδυνῶν, «βασανισμένος», γῆρας Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος βίοτος Ἀριστοφ. Πλ. 526· πλοῦτος Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀδυνηρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός
(εντομ.) γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ευμενίδες
αρχ.
ο πλήρης οδυνών, βασανισμένος («πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων», Ευρ.).
επίρρ...
οδυνηρώς και -ά (ΑΜ ὀδυνηρῶς)
με πόνο, με οδύνη («τίκτει φαύλως καὶ ὀδυνηρῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οσμηρός, τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. odynerus < οδυνηρός].
Greek Monotonic
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,
1. αυτός που προκαλεί πόνο, οδυνηρός, ληπηρός, δυσάρεστος, σε Πίνδ., Αριστοφ.
2. βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]
1. painful, Pind., Ar.
2. painful, distressing, Eur., Ar.
Translations
painful
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἀργαλέος, βαρύμοχθος, βαρύς, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσχερής, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπώδυνος, λυπηρός, λυπρός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, σμυγερός, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol