πημονή: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] που προκύπτει από μια [[συμφορά]], από μια [[δυστυχία]], το [[πάθημα]], το [[δυστύχημα]] («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ζημία]], η [[βλάβη]] που επιδιώκει [[κάποιος]], ο [[εχθρικός]] [[σκοπός]] («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πῆμα]] πιθ. [[κατά]] το [[ἡδονή]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] που προκύπτει από μια [[συμφορά]], από μια [[δυστυχία]], το [[πάθημα]], το [[δυστύχημα]] («τοιαῑσδε πημοναῖσι κάμπτομαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ζημία]], η [[βλάβη]] που επιδιώκει [[κάποιος]], ο [[εχθρικός]] [[σκοπός]] («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πῆμα]] πιθ. [[κατά]] το [[ἡδονή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πημονή Medium diacritics: πημονή Low diacritics: πημονή Capitals: ΠΗΜΟΝΗ
Transliteration A: pēmonḗ Transliteration B: pēmonē Transliteration C: pimoni Beta Code: phmonh/

English (LSJ)

ἡ, = πῆμα, freq. in Trag., A.Pr.239 (pl.), 278, 308 (pl.), S.Tr.1189 (pl.), E.Fr.682; also ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ with hostile intent, Foed. ap. Th.5.18.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, poet. statt πῆμα; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, ὅμως δ' ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου λαβεῖν Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 c. πῆμα;
2 sujet d'affliction ; αἱ πημοναί les paroles propres à affliger.
Étymologie: πῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πημονή -ῆς, ἡ [πημαίνω] schade, rampspoed:. ὅπλα ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ wapens op te nemen om schade aan te richten Thuc. 5.18.4.

Russian (Dvoretsky)

πημονή:
1 Trag., Thuc. = πῆμα;
2 оскорбительное слово, обида (πημονὰς ἐρεῖν Soph.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῖσι κάμπτομαι», Αισχύλ.)
2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πῆμα πιθ. κατά το ἡδονή.

Greek Monotonic

πημονή: ἡ (πήμων), = πῆμα, σε Τραγ.

Greek (Liddell-Scott)

πημονή: ἡ, (πήμων) τύπος ἕτερος τοῦ πῆμα, ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει ὡσαύτως ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.

Middle Liddell

πημονή, ἡ, πήμων = πῆμα, Trag.]

English (Woodhouse)

distress, grief, harm, injury, mischief, misfortune, sorrow, trouble, mental pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)