συνεθίζω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐθίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να συνηθίσει σε [[κάτι]] («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς [[συνεθίζω]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σύνηθες, κοινό<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αποκτώ]] μια [[συνήθεια]], [[συνηθίζω]] [[κάτι]] («ἐν ταῖς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει [[συνήθεια]] <b>(Λυσ.)</b>.
|mltxt=Α [[ἐθίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να συνηθίσει σε [[κάτι]] («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς [[συνεθίζω]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σύνηθες, κοινό<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αποκτώ]] μια [[συνήθεια]], [[συνηθίζω]] [[κάτι]] («ἐν ταῖς ἁπλαῖς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει [[συνήθεια]] <b>(Λυσ.)</b>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:49, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεθίζω Medium diacritics: συνεθίζω Low diacritics: συνεθίζω Capitals: ΣΥΝΕΘΙΖΩ
Transliteration A: synethízō Transliteration B: synethizō Transliteration C: synethizo Beta Code: suneqi/zw

English (LSJ)

A accustom, ἕτερον ἑτέρῳ Pl.R. 589a; σ. τινὰ ποιεῖν τι accustom him to do... D.13.13, Aeschin.1.24, etc.; σ. [τὰ τέκνα] πρὸς τὰ ψύχη accustom them to bear cold, Arist.Pol.1336a13, cf. HA567a6; make customary, Phld.Mus. p.107 K.:—Pass., become used or become habituated, and in aor. 1 and pf. to have become used, Th.4.34, Pl.Tht.146b, Plt.285a, Arist.Pol.1340a16, Sor.1.89: c. inf., συνειθίσθην ποιεῖν τι Isoc.2.38, X.Mem.3.14.6; τινι to a thing, Arist.Pr. 917a15, Phld.Mus.p.102 K.: impers., συνειθισμένον ἦν = it had become the custom, it had become customary, Lys.1.10.
II intr. in Act., grow accustomed, ἐν ταῖς ἁπλαῖς.. διαίταις Epicur.Ep.3p.64U., cf. p.60 U.

German (Pape)

[Seite 1010] (s. ἐθίζω), womit od. wozu gewöhnen; Thuc. 4, 34; μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ ξυνεθίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, Plat. Rep. IX, 589 a; συνειθισμένον, Soph. 236, d; συνεθιστέον τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι, Rep. VII, 520 c; μελέτα περὶ καλῶν ἐπιτηδευμάτων λέγειν, ἵνα συνεθισθῇς ὅμοια τοῖς εἰρημένοις φρονεῖν, damit du dich zugleich gewöhnst, Isocr. 2, 38; ἡμεῖς δὲ ἑαυτοὺς χρῆσθαι λόγοις συνεθίζομεν, Plut. Symp. VII prooem. u. öfter; εἰ τὰ βέλτιστα ὑμᾶς ἀκούειν συνεθίζω, Dem. 13, 13; αἷς ἔδει συνειθίσθαι τοὺς ἱππεῖς, Pol. 10, 21, 1.

French (Bailly abrégé)

Pass. ao. συνειθίσθην, pf. συνείθισμαι;
habituer à ; Pass. s'habituer à, inf. ; à l'ao. et au pf. : être habitué à.
Étymologie: σύν, ἐθίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εθίζω, Att. ook ξυνεθίζω act. ( causat. ) vertrouwd maken (met), doen wennen (aan); met acc. van persoon en dat. of met acc. van persoon en πρός + acc.:; σ. ἕτερον ἑτέρῳ de een aan de ander laten wennen Plat. Resp. 589a; πρὸς εὐτέλειαν καὶ φειδώ σ. conditioneren op goedkoopheid en zuinigheid Plut. Lyc. 12.1; met inf.. σ. ζῆν μὴ πλέοντας eraan doen wennen te leven zonder te varen Plut. Them. 19.4. pass. intrans. vertrouwd raken (met), wennen (aan), gewend raken (aan);; οὐδ’... συνεθίζεσθαι ἡλικίαν ἔχω ik heb niet de leeftijd om daaraan te wennen Plat. Tht. 146b; met inf..; ἵνα συνεθισθῇς ὅμοια τοῖς εἰρημένοις φρονεῖν opdat je de gewoonte ontwikkelt te denken zoals je spreekt Isocr. 2.38; met AcI, ptc. perf. pass..; ξυνειθισμένοι μᾶλλον μηκέτι δεινοὺς αὐτοὺς ὁμοίως σφίσι φαίνεσθαι er meer aan gewend dat ze hun niet meer zo gevaarlijk leken Thuc. 4.34.1; onpers. ptc. perf.. συνειθισμένον ἦν het was de gewoonte Lys. 1.10.

Russian (Dvoretsky)

συνεθίζω: внушать привычку, приучать (τινά τινι Plat., τινὰ πρός τι Arst. и τινὰ ποιεῖν τι Arst., Dem.): οὕτως ἤδη συνειθισμένον ἦν Lys. так уж повелось; συνεθιστέον необходимо привыкнуть (τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι Plat.) или необходимо приучить (τινὰ πρός τι и τινὰ ποιεῖν τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεθίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, συνηθίζω τινά, ἐξοικειώνω, ἕτερον ἑτέρῳ Πλάτ. Πολ. 589Α· σ. τινὰ ποιεῖν τι, συνηθίζω τινὰ νὰ ποιῇ τι, Δημ. 109· ἐν τέλει, Αἰσχίν. 4. 17, κτλ.· συνεθίζω τινὰ πρὸς τὰ ψύχη, συνηθίζω, γυμνάζω τινὰ νὰ ὑπομένῃ τὰ ψύχη, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2· σ. κατὰ μικρὸν ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9. ― Παθ., συνειθισμένοι μᾶλλον μηκέτι δεινοὺς αὐτοὺς ὁμοίως σφίσι φαίνεσθαι Θουκ. 4. 34, Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, Πολιτ. 285Α, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 17· μετ’ ἀπαρεμ., συνειθίσθην ποιεῖν τι Ἰσοκρ. 22C, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 6· τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀριστ. Προβλ. 18. 6· ― ὡσαύτως ἀπροσ., συνειθισμένον ἦν, εἶχε καταστῆ σύνηθες, συνήθεια, Λυσί. 92. 31.

Greek Monolingual

Α ἐθίζω
1. κάνω κάποιον να συνηθίσει σε κάτι («τὰ βέλτιστ' ἀκούειν ὑμᾱς συνεθίζω», Δημοσθ.)
2. καθιστώ κάτι σύνηθες, κοινό
3. (αμτβ.) αποκτώ μια συνήθεια, συνηθίζω κάτι («ἐν ταῖς ἁπλαῖς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.)
4. φρ. «συνειθισμένον ἦν» — είχε γίνει συνήθεια (Λυσ.).

Greek Monotonic

συνεθίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, συνηθίζω· συνεθίζω τινὰ ποιεῖν, τον συνηθίζω, τον μαθαίνω να κάνει κάτι, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., αποκτώ συνήθεια ή εθισμό· σε αόρ. αʹ και παρακ., έχω συνηθίσει, είμαι εθισμένος, σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., συνειθίσθην ποιεῖν τι, σε Ξεν.· επίσης απρόσ., συνειθισμένον ἦν, είχε καταστεί συνήθεια, σε Λυσ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to accustom, ς. τινὰ ποιεῖν τι to accustom him to do . ., Dem., Aeschin.:—Pass. to become used or habituated, and in aor1 and perf. to have become so, be so, Thuc., Plat.; c. inf., συνειθίσθην ποιεῖν τι Xen.:—also impers., συνειθισμένον ἦν it had become the custom, Lys.