ἐπίθεμα: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_22)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίθεμα''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἐπίθημα]] ([[ὅπερ]] πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν Ἱππ. 469. 47), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 24 (διάφ. γραφ. -θημα), Διόδ. 3. 14, Παυσ. 1. 2, 3· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 249. 1) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) [[κιονόκρανον]], Ἑβδ. (Γ΄Βασιλ. Ζ΄, 16 κἑξ.). 3) ἔμπλαστρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2, εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή.
|lstext='''ἐπίθεμα''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἐπίθημα]] ([[ὅπερ]] πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν Ἱππ. 469. 47), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 24 (διάφ. γραφ. -θημα), Διόδ. 3. 14, Παυσ. 1. 2, 3· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 249. 1) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) [[κιονόκρανον]], Ἑβδ. (Γ΄Βασιλ. Ζ΄, 16 κἑξ.). 3) ἔμπλαστρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2, εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐπίθεμα]]) [[επιτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[ουσία]] η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα [[σημεία]] του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, [[ψυχρά]], θερμά επιθέματα»)<br /><b>2.</b> [[αλοιφή]] ή [[έμπλαστρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγκρότημα]] από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή [[νεύρωση]] φυτού<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμητική]] [[παράσταση]], [[διακόσμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κιονόκρανο]]<br /><b>3.</b> [[πρόσθεση]], [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> [[πλειοδοσία]]<br /><b>5.</b> το [[στέλεχος]] του βέλους.
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίθεμα Medium diacritics: ἐπίθεμα Low diacritics: επίθεμα Capitals: ΕΠΙΘΕΜΑ
Transliteration A: epíthema Transliteration B: epithema Transliteration C: epithema Beta Code: e)pi/qema

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἐπίθημα, cover, Arist.HA529b8 (v.l.-θημα), LXXEx.25.16(17), J.AJ3.6.5, IG3.14.18, Ruf. ap. Orib.4.2.6, Gal.12.889.    2. capital of a column, LXX 3 Ki.7.4 sq.    3. remedy for external application, Ruf.Ren.Ves.10, Dsc.Ther.19.    4. addition, POxy.500.14 (ii A.D.); higher bid, PAmh.2.85.21 (i A.D.).    5. shaft of an arrow, Paul.Aeg.6.88.

German (Pape)

[Seite 942] τό, das Daraufgestellte, -gelegte, der Deckel; bei den Medic. ein Umschlag; vgl. ἐπίθημα u. Lob. Phryn. 249.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίθεμα: τό, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐπίθημα (ὅπερ πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν Ἱππ. 469. 47), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 24 (διάφ. γραφ. -θημα), Διόδ. 3. 14, Παυσ. 1. 2, 3· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 249. 1) κάλυμμα, σκέπασμα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) κιονόκρανον, Ἑβδ. (Γ΄Βασιλ. Ζ΄, 16 κἑξ.). 3) ἔμπλαστρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2, εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίθεμα) επιτίθημι
1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα»)
2. αλοιφή ή έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή νεύρωση φυτού
μσν.
διακοσμητική παράσταση, διακόσμηση
αρχ.
1. επικάλυμμα, σκέπασμα
2. κιονόκρανο
3. πρόσθεση, προσθήκη
4. πλειοδοσία
5. το στέλεχος του βέλους.