μεγαίρω: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> μεγαρῶ, <i>ao.</i> ἐμέγηρα, <i>pf. inus.</i><br />regarder comme trop grand, trop beau, <i>d’où</i><br /><b>1</b> porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;<br /><b>2</b> refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier <i>ou</i> refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς [[ἡμῖν]] τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα OD et ne nous refuse pas d’accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m’oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν [[οὔτε]] [[μεγαίρω]] IL je ne m’oppose pas à ce qu’on brûle (les morts) ; <i>abs.</i> οὔ [[τι]] [[μεγαίρω]] OD je ne refuse rien, je consens à tout.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]] ; pour la formation cf. [[γεραίρω]] de [[γέρας]]. | |btext=<i>f.</i> μεγαρῶ, <i>ao.</i> ἐμέγηρα, <i>pf. inus.</i><br />regarder comme trop grand, trop beau, <i>d’où</i><br /><b>1</b> porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;<br /><b>2</b> refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier <i>ou</i> refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς [[ἡμῖν]] τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα OD et ne nous refuse pas d’accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m’oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν [[οὔτε]] [[μεγαίρω]] IL je ne m’oppose pas à ce qu’on brûle (les morts) ; <i>abs.</i> οὔ [[τι]] [[μεγαίρω]] OD je ne refuse rien, je consens à tout.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]] ; pour la formation cf. [[γεραίρω]] de [[γέρας]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[μέγας]]), aor. μέγηρε, subj. μεγήρῃς: [[properly]], to [[regard]] [[something]] as [[too]] [[great]], [[grudge]], [[begrudge]], [[hence]], [[refuse]], [[object]]; [[with]] acc.; [[also]] [[part]]. gen., Il. 13.563; and foll. by inf., Od. 3.55. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
aor. ἐμέγηρα, (from μέγας, cf. γεραίρω from γεραρός (γέρας) prop.
A regard as too great: hence, I grudge one a thing as too great for him, μέγηρε γάρ οἱ τό γ' Ἀπόλλων Il.23.865; ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Orac. ap. Hdt.1.66. 2 c. inf. pro acc. rei, μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα grudge us not the accomplishment... Od.3.55, cf. h.Merc.465: c. acc. et inf., μνηστῆρας . . οὔ τι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια I complain not that... Od.2.235; ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς ἀείδειν Φοῖβος . . μεγαίροι Theoc.7.101: c. inf. only, ἀμφὶ δὲ νεκροῖσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω I object not to [your] burning them, Il.7.408: with inf. understood, τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (sc. διαπέρσαι) 4.54, cf. Call.Del.163. 3 c. dat. pers. only, feel a grudge towards, Δαναοῖσι μεγήρας Il.15.473. 4 abs., ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω I care not which, Od.8.206. 5 c. gen. rei, ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν . . Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας Poseidon baffled his spear grudging him the life [of Antilochus, Il.13.563; οὐ μ. τοῦδέ σοι δωρήματος A.Pr.626; μοι . . ἐμέγηρε τόκοιο A.R.1.289. 6 Pass., to be envied, AP9.645.10 (Maced.). II = βασκαίνειν, bewitch, ὄμμασι . . ἐμέγηρεν ὀπωπάς A.R.4.1670. (Said to be a Salaminian word, Sch.Il.13.563: in late Prose, as etym. of Μέγαιρα, Corn.ND 10.)
German (Pape)
[Seite 104] (von μέγας, vgl. γέρας – γεραίρω und s. Buttm. Lexil. I, 259), eigtl. Etwas für groß od. für zu groß halten; – dah. Einem Etwas mißgönnen, als sei es zu groß für ihn, μέγηρε γάρ οἱ τόγε Ἀπόλλων, Il. 23, 865; Orak. bei Her. 1, 66; u. c. inf., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, Od. 3, 55, vgl. H. h. Merc. 465; auch mit acc. c. inf., μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια, Od. 2, 235. Dah. = aus Neid verweigern, versagen, beneiden, Δαναοῖσι μεγήρας, Il. 15, 473, κατακαιέμεν οὔτι μεγαίρω, die Todten zu verbrennen verweigere ich nicht, 7, 408, vgl. Od. 8, 206; οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος, ich beneide dich nicht um dieses Geschenk, Aesch. Prom. 629; ἐμέγηρέ μοι τόκοιο, Ap. Rh. 1, 289. In der Verbindung ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν Ποσειδάων βιότοιο μεγήρας, Il. 13, 563, er misgönnte ihm das Leben des Antilochos, wollte ihm das Leben des Antilochos nicht preisgeben, fassen es Andere = er entkräftete das Geschoß, es von dem Leben des Antilochos abwehrend, weil er ihm die Erlegung desselben nicht gestatten wollte, dem Sinne nach richtig, aber an die Form des Satzes bei Hom. sich nicht anschließend; u. so ist auch Il. 4, 54, τάων (πόλεων) οὔτι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω, zu nehmen, wie der folgende Vers zeigt, εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω, aber der gen. hängt nur von πρόσθε ab, und zu μεγαίρω ist τὰς διαπέρσαι zu ergänzen. – Ap. Rh. 4, 1670, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπάς, vom neidischen Blicke, dem zauberische Kraft zugeschrieben wird. – Sp. haben auch das pass., beneidet werden; so von Sardes gesagt πολὺς δέ με πολλάκις αἰὼν ἄστεσιν ὀλβίστοις εὗρε μεγαιρομένην, Maced. 32 (IX, 645).
Greek (Liddell-Scott)
μεγαίρω: ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ μέγας, ὡς τὸ γεραίρω ἐκ τοῦ γέρας)· - κυρίως, βλέπω ἐπί τι πρᾶγμα ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· ὁπόθεν λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες ταχέως προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· ὅθεν, I. δὲν παρέχω τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ Ἀπόλλων Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, μηδὲ φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως ἁπλῶς μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω, δὲν ἀντιλέγω εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., τάων οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον μετὰ δοτ. προσ., αἰσθάνομαι φθόνον ἐναντίον τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - οὔτι μεγαίρω, δέν μοι μέλει πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) μετὰ γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ Ποσειδῶν ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. φθονέω I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι μᾶλλον ὡρισμένως, θέλγω, μαγεύω, Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
f. μεγαρῶ, ao. ἐμέγηρα, pf. inus.
regarder comme trop grand, trop beau, d’où
1 porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;
2 refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί τι ou τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier ou refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν τελευτῆσαι τάδε ἔργα OD et ne nous refuse pas d’accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m’oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν οὔτε μεγαίρω IL je ne m’oppose pas à ce qu’on brûle (les morts) ; abs. οὔ τι μεγαίρω OD je ne refuse rien, je consens à tout.
Étymologie: μέγας ; pour la formation cf. γεραίρω de γέρας.
English (Autenrieth)
(μέγας), aor. μέγηρε, subj. μεγήρῃς: properly, to regard something as too great, grudge, begrudge, hence, refuse, object; with acc.; also part. gen., Il. 13.563; and foll. by inf., Od. 3.55.