ἐμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐμπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> [[ἐνέπεσον]], <i>pf.</i> ἐμπέπτωκα;<br /><b>1</b> tomber dans <i>ou</i> sur : πόντῳ OD dans la mer ; πέτρῃ IL sur un rocher ; [[ἐν]] ὕλῃ IL sur une forêt <i>en parl. du feu</i> ; [[εἰς]] τάφρους XÉN dans des fossés ; ἐπὶ συμφορήν HDT tomber dans le malheur;<br /><b>2</b> tomber sur, fondre sur : προμάχοις OD sur les combattants des premiers rangs ; τοῖς πολεμίοις XÉN sur l’ennemi ; <i>avec un suj. de chose</i> ἐμπ. [[ἐς]] τὴν πόλιν THC fondre sur la ville <i>en parl. de la peste</i> ; [[χόλος]] ἔμπεσε θυμῷ IL la colère envahit ton âme;<br /><b>3</b> s’offrir à : ἃ [[εἰς]] τὴν αἴσθησιν ἐμπίπτει PLAT ce qui tombe sous les sens ; ἐμπ. [[εἰς]] τοὺς δικαστάς PLUT être porté devant les juges <i>en parl. d’un différend</i> ; μοι [[ἔπος]] ἔμπεσε θυμῷ OD une parole est entrée dans mon cœur ; [[λόγος]] ἐμπέπτωκέ μοι SOPH un bruit est parvenu à mes oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πίπτω]].
|btext=<i>f.</i> ἐμπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> [[ἐνέπεσον]], <i>pf.</i> ἐμπέπτωκα;<br /><b>1</b> tomber dans <i>ou</i> sur : πόντῳ OD dans la mer ; πέτρῃ IL sur un rocher ; [[ἐν]] ὕλῃ IL sur une forêt <i>en parl. du feu</i> ; [[εἰς]] τάφρους XÉN dans des fossés ; ἐπὶ συμφορήν HDT tomber dans le malheur;<br /><b>2</b> tomber sur, fondre sur : προμάχοις OD sur les combattants des premiers rangs ; τοῖς πολεμίοις XÉN sur l’ennemi ; <i>avec un suj. de chose</i> ἐμπ. [[ἐς]] τὴν πόλιν THC fondre sur la ville <i>en parl. de la peste</i> ; [[χόλος]] ἔμπεσε θυμῷ IL la colère envahit ton âme;<br /><b>3</b> s’offrir à : ἃ [[εἰς]] τὴν αἴσθησιν ἐμπίπτει PLAT ce qui tombe sous les sens ; ἐμπ. [[εἰς]] τοὺς δικαστάς PLUT être porté devant les juges <i>en parl. d’un différend</i> ; μοι [[ἔπος]] ἔμπεσε θυμῷ OD une parole est entrée dans mon cœur ; [[λόγος]] ἐμπέπτωκέ μοι SOPH un bruit est parvenu à mes oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πίπτω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. ἔμπεσε: [[fall]] [[into]] or [[upon]]; [[πῦρ]] ἔμπεσε νηυσίν, Il. 16.113; ἐν ὕλῃ, Il. 11.155; freq. in [[hostile]] [[sense]], ἔμπεσ' [[ἐπικρατέως]], ‘[[charge]],’ Il. 16.81; metaph., [[χόλος]], [[δέος]] ἔμπεσε θῦμῷ, Il. 9.436, Il. 14.207; [[ἔπος]] μοι ἔμπεσε θῦμῷ, ‘came to my [[mind]],’ Od. 12.266.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπίπτω Medium diacritics: ἐμπίπτω Low diacritics: εμπίπτω Capitals: ΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: empíptō Transliteration B: empiptō Transliteration C: empipto Beta Code: e)mpi/ptw

English (LSJ)

fut. -πεσοῦμαι: aor. ἐνέπεσον, Ep. ἔμπεσον (v. infr.): lyr. aor.

   A ἔμπετες Pi.P.8.81:—fall in or on, c. dat., τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od.4.508; ὁ δ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ Il.4.108; ἐν δ' ἔπεσ' ὠκεανῷ, of the Sun, 8.485; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν fire fell upon them, 16.113; αὐχένι . . ἔμπεσεν ἰός 15.451, cf. 624; with ἐν, ὡς δ' ὅτε πῦρ . . ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ 11.155; κεραυνοὶ αὐτοῖσι ἐνέπιπτον Hdt.8.37; ἐμπέσοι γέ σοι (sc. ὁ πύργος) Ar.Pl.180, etc.: abs., ῥύμῃ ἐ. Th.2.76, cf. Hdt.1.34: c. gen., ὠκεανοῖο Arat.635.    b Geom., meet, of a line meeting another, Euc. 1 Post.5, etc.; to be placed, ἐὰν εἰς τὸν κύκλον εὐθεῖα ἐμπέσῃ Archim.Sph.Cyl.1.9; ἡ ἐμπεσοῦσα ibid.    c of a dislocated limb, fall into place, Hp.Art.8.    2 fall upon, attack, ἐν δ' ἔπεσον προμάχοις Od.24.526, cf. Il.16.81; στρατῷ E.Rh.127; τοῖς πολεμίοις X.Eq.Mag.8.25, etc.; ἐμπεσόντες having fallen on them, Hdt. 3.146, cf. 7.16.ά: metaph., insult, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ Pi.I.1.68; so,    3 of evils, diseases, etc., fall on one, attack, κακὸν ἔμπεσε οἴκῳ Od.2.45; λὺγξ τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή Th.2.49; νόσημα ἐμπέπτωκεν εἰς τὴν Ἑλλάδα D.19.259; πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμόν S. Tr.1253; ὕπνος ἐ. Pl.Ti.45e: of passions, of frames of mind, χόλος, δέος ἔμπεσε θυμῷ, Il.9.436, 17.625; ἔρως μή τις ἐμπίπτῃ στρατῷ A.Ag. 341; Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις S.Ant.782 (lyr.); ἐμοὶ . . οἶκτος Id.Ph.965; τοῖς Ἀθηναίοις ἐνέπεσέ τι γέλωτος Th.4.28; μὴ λύσσα τις ἡμῖν ἐμπεπτώκοι X.An.5.7.26; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid.9.1; ἐ. εἰς... Hdt.7.43, E.IA443, Th.2.48 codd., Lys.1.18, etc.: rarely c.acc., οὐδείς ποτ' αὐτοὺς . . ἂν ἐμπέσοι ζῆλος S.OC942; ἐμπέπτωκ' ἔρως . . Ἑλλάδα E.IA808.    b of words, καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ came into my mind, Od.12.266; λόγος ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοί came to my ears, S.OC1150; κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις a report arose, Ar.Lys.858, cf. Pl.R.354b, Lg.799d, Thphr.Char.2.2; so τόποι ἐμπίπτοντες available, suitable topics, Hermog.Prog.7, etc., cf. Ph.1.179.    4 light or fall upon, πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν before his body was exposed to the sun, Pi.N.7.73; [θηρία] ἐμπίπτοντα ταῖς ὄψεσι Hdn.3.9.5; also εἰς τὴν ὄψιν, εἰς τὴν αἴσθησιν, Pl.Ti.67d, R. 524d.    b fall into, ἐ. ἐν ἀπορίᾳ Id.Euthd.293a; ἐπὶ συμφορήν Hdt. 7.88; more freq. ἐ. εἰς... ἐ. εἰς ἄτας S.El.216 (lyr.); εἰς βάρβαρα φάσγανα E.Hel.864; εἰς ἐνέδραν X.Cyr.8.5.14; εἰς ἔρωτα Antiph.235.3; εἰς νόσον Antipho 1.20; εἰς ὑποψίας Id.2.2.3; εἰς φαῦλον σκέμμα Pl.R.435c; εἴς τινα βυθὸν φλυαρίας Id.Prm.130d; εἰς πράγματα D. 18.292; ἐ. εἰς τὰ πεπραγμένα, in speaking, come upon the exploits, ib.211; εἰς λόγους ib.42, cf. 59.    5 τῷ ἀκοντίῳ ἐ. τῷ ὤμῳ throw oneself on the javelin with one's shoulder, i.e. to give all one's force to the throw, Hp.Aër.20.    6 break in, burst in, στέγῃ S.OT1262; πύλαις E.Ph.1146; εἰς τὴν θύραν κριηδόν Ar.Lys.309; intrude, εἰς τὸ ἀρχεῖον Arist.Pol.1270b9: abs., A.Ag.1350; ἐμπεσών violently, rashly, Hdt.3.81.    7 εἴς τι fall within the province of, Pl.Tht. 205d; εἰς τὰς εἰρημένας αἰτίας Arist.Metaph.986a15, cf.Rh.1401b29, Ph.196b9; εἰς ἄλλο πρόβλημα Id.Pol.1268b25.    b of income, εἰς τὸν λόγον τινὸς ἐ. PLille 16.5 (iii B.C.), cf. POxy.494.21 (ii A.D.).    c of suits, come before, εἰς δικαστῶν πλῆθος Arist.Pol.1300b35, cf. Plu. Sol.18.    8 ἐ. εἰς δεσμωτήριον to be thrown into prison, Din.2.9, cf.D.25.60(abs., get into prison, Luc.Tox.28); εἰς ζήτρειον Eup.19 D.; so ἐ. εἰς τὸν Τάρταρον Pl.Phd.114a: Com., εἰς τὸν οὐρανόν Com.Adesp. 9D.    9 of circumstances, happen, occur, Paus.7.8.4.    10 desert, πρός τινα LXX 4 Ki.25.11.

German (Pape)

[Seite 813] (s. πίπτω), hinein-, darauffallen; τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4, 508; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe, wie ὕλῃ Il. 11, 155; στέγῃ, ins Haus, Soph. O. R. 1262; ὁ πύργος ἐμπέσοι γέ σοι Ar. Plut. 180; εἰς ἀλλήλας Nubb. 378; εἰς τὸ πῦρ Plat. Tim. 79 e; εἰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν Plat. Theaet. 174 c; so oft übertr., in Etwas gerathen, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermuthet; εἰς ἄτας Soph. Tr. 1243; ἐς άνάγκης ζεύγματα Eur. I. A. 443; εἰς φαῦλον σκέμμα Plat. Rep. IV, 435 c; εἰς θαυμαστὸν λόγον Legg. X, 888 d; εἰς φλυαρίαν Parm. 130 d; εἰς δικαστήριον Rep. VIII, 553 b; εἰς δίνην, λαβύρινθον, in einen Strudel gerathen, Crat. 439 c Euthyd. 291 b; εἰς ἔριν, in Streit ge »rathen, Eur. I. A. 377. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit gerathen sein, Plat. Euthyd. 292 c; ἐν τοιούτῳ χωρίῳ (auch hier das perf.) Xen. Hell. 4, 5, 5; ἐπὶ συμφορήν Her. 7, 88; εἰς ἔρωτα Antiphan. Ath. II, 38 b; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu Etwas verfallen, Luc.; εἰς ἐλπίδα Philem. inc. 69. – Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte, Ar. Lys. 858, wie Plat. Legg. VII, 799 d; Plut. Anton. 28. – Von Krankheiten, befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε Thuc. 2, 48; νόσημα εἰς τὴν Ἑλλάδα Dem. 19, 259; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen, Antiph. 1, 20; λοιμῶν ἐμπιπτόντων Plat. Legg. IV, 709 a; ähnl. ὕπνος ἐμπίπτει Tim. 45 e. Uebertr. auf Affecte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ Il. 9, 436, Zorn ergriff sein Gentüth; δέος 17, 625; ἔρως στρατῷ Aesch. Ag. 332; φόβος, ταραγμός, Eur. Hipp. 1218 Hec. 857; φόβος εἰς τὸν νοῦν Philem. Stob. fl. 99, 5; vgl. Thuc. 2, 91. 4, 34; οἶκτος ἐμοὶ ἐμπέπτωκε Soph. Phil. 953; ζῆλος O. C. 946; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid. Ath. VI, 230 a; ἀσέβειαι Plat. Legg. X, 890 a; ἔρως φιλοσοφίας Rep. VI, 499 c; – ἃ εἰς τὴν αἴσθησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt, Plat. Rep. VII, 524 d; – εἰς δεσμωτήριον Din. 2, 9 Dem. 25, 60 u. A., ins Gefängniß geworfen werden; εἰς ζητρεῖον ἐμπεσών Eupol. bei E. M. 411, 35; – einfallen, einstürmen; ὑσμίνῃ Il. 11, 297; προμάχοισιν Od. 24, 526; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme, Hes. O. 509; τοῖς πολεμίοις Xen. u. A.; ohne Casus, blindlings hineinstürmen, Her. 3, 81; εἴς τινα, über Einen herfallen, Luc. u. a. Sp. – Bei Sp. oft vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes, Paus. 7, 8, 3. Vgl. ἐμπίτνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. ἐνέπεσον, Ἐπ. ἔμπεσον. Ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ ἐμβάλλω, πίπτω ἔν τινι, μετὰ δοτ., ἔμπεσε πόντῳ Ὀδ. Δ. 508· πίπτω ἐπί τινος, ὁ δ’ ἔμπεσε πέτρῃ Ἰλ. Δ. 108· ἐν δ’ ἔπεσ’ Ὠκεανῷ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Θ. 485· πῦρ ἔμπεσε ναυσὶν Π. 13, αὐχένι... ἔμπεσεν ἰὸς Ο. 451, πρβλ. 624· ὡσαύτως μετὰ τῆς ἐν, ὡς δ’ ὅτε πῦρ ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ Λ. 155: ― οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις καὶ τοῖς Ἀττ., κεραυνοὶ αὐτοῖσι ἐνέπιπτον Ἡρόδ. 8. 37, πρβλ. 1. 34 κ. ἀλλ.· ὁ πύργος ἐμπέσοι σοι Ἀριστοφ. Πλ. 180, κτλ.: ― ἀπολ., ῥύμῃ ἐμπ. Θουκ. 2. 76. 2) ἐπιπίπτω, ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, ἐν δ’ ἔπεσον προμάχοις Ὀδ. Ω. 526, πρβλ. Ἰλ. Π. 81· τῷ στρατῷ Εὐρ. Ρῆσ. 127· τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 25, κτλ.· ἐμπεσόντες, ἐπιπεσόντες, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. 7. 16, 1, κ. ἀλλ.: ― μεταφ., προσβάλλω, ὑβρίζω, τινὶ Πινδ. Ι. 98: οὕτω, 3) ἐπὶ κακῶν, δυστυχημάτων, νόσων, κλ.· ἐμπίπτω, ἐπέρχομαι, προσβάλλω, κακὸν ἔμπεσε οἴκω Ὀδ. Β. 45· λὺγξ τοῖς πλείοσιν ἐνέπιπτε κενὴ Θουκ. 2. 49· νόσημα ἐμπέπτωκε ἐς τὴν Ἑλλάδα Δημ. 424. 3· πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν Σοφ. Τρ. 1253: - ἐπὶ παθῶν, χόλος, δέος ἔμπεσε θυμῷ Ἰλ. Ι. 436, Ρ. 625· ἔρως ἐμπ. τινὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 341, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 782· οἶκτος ὁ αὐτ. Φ. 965· καὶ ἐνίοτε ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, γέλως ἐμπ. τινὶ Θουκ. 4. 28· ἔδεισαν δὲ μὴ λύσσα τις ὥσπερ κυσὶν ἡμῖν ἐμπεπτώκοι Ξεν. Ἀν. 5.7, 26· ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι τῶν ὅλων Φιλιππίδης ἐν «Ἀργυρίου ἀφανισμῷ». 1· ἀλλὰ συνήθως ἐμπ. εἰς... Ἡροδ. 7. 43, Εὐρ. Ι. Α. 443, Θουκ. 2. 48, Λυσ. 93. 25, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., οὐδεὶς ποτ’ αὐτοὺς... ἂν ἐμπέσοι ζῆλος Σοφ. Ο. Κ. 942· ἐμπέπτωκ’ ἔρως... Ἑλλάδα Εὐρ. Ι. Α. 809. 4) πίπτω ἀπὸ ὑψηλοῦ μέρους ἐπάνω τινός, μή τι οἱ κρεμάμενον τῷ παιδὶ ἐμπέσῃ Ἡρόδ. 1. 34, κτλ.· πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν, «τουτέστι, πρὸ τοῦ ἐκλυθῆναι τὸ σῶμα ὑπὸ τοῦ ἡλίου διὰ τὴν πάλην, ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, πρὶν παλαῖσαί σε» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 7. 108· ὡσαύτως ἐμπ. ἐν ἀπορίᾳ Πλάτ. Εὐθύφρ. 292Ε· ἐπὶ συμφορὴν Ἡρόδ. 7. 88· συνηθέστ., ἐμπ. εἰς, Λατ. incidere in..., ἐμπ. εἰς ἄτας Σοφ. Ἠλ. 216· εἰς βάρβαρα φάσγανα Εὐρ. Ἑλ. 864· εἰς ἐνέδραν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἰς ἔρωτα Ἀντιφάν, ἐν Ἀδήλ. 12· εἰς νόσον Ἀντιφῶν 113, 31· εἰς ὑποψίας ὁ αὐτ. 116. 37· εἰς λόγους Δημ. 240. 2., 244. 28, κτλ.: - ὡσαύτως, ἐπὶ λόγων, καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ, ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μου, Ὀδ. Μ. 266· λόγος ἐμπέπτωκέ μοι, ἔφθασεν εἰς τὰ ὦτα μου, Σοφ. Ο. Κ. 1150· κἂν περὶ ἀνδρῶν γ’ ἐμπέσῃ λόγος τις, ἂν πέσῃ ἢ γείνῃ λόγος περί, κτλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 858, Πλάτ. Πολ. 354Β, Νόμ. 799D· ἀλλ’ ἐμπ. εἰς τὰ πεπραγμένα, ἀνάγειν τὸν λόγον εἰς τὰς πράξεις τινός, Δημ. 298. 11, πρβλ. 323. 11: - ἀπολ., ἀπαντῶ, ὡς τὸ ἐντυγχάνω, Ἡρόδ. 3. 9· τίθεμαι εἰς τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, τοποθετοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784. 5) τῷ ἀκοντίῳ ἐμπίπτειν τῷ ὄμῳ, ῥίπτειν τὸ ἀκόντιον μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως τοῦ ὤμου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. 6) εἰσορμῶ, κἀμπίπτει στέγῃ, εἰσορμᾷ εἰς τὸν θάλαμον, Σοφ. Ο. Τ. 1262· πύλαις Εὐρ. Φοίν. 1146· εἰς τὴν θύραν Ἀριστοφ. Λυσ. 309· ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1350· ὠθέει τε ἐμπεσὼν τὰ πρήγματα ἄνευ νόου, ἐφορμήσας δὲ ὠθεῖ τὰ πράγματα ἀπερισκέπτως (ὁ ὄχλος), Ἡρόδ. 3. 81. 7) προσπίπτω, ἃ μὲν εἰς τὴν αἴσθησιν... ἐμπίπτει Πλάτ. Πολ. 524D· οὕτω παρ’ Ἀριστ., ἐμπ. εἰς τὰς εἰρημένας αἰτίας Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 4, πρβλ. Φυσ. 2. 4, 8 κ. ἀλλ.· εἰς ἄλλο πρόβλημα ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 8, 16. 8) ἐμπ. εἰς δεσμωτήριον, ῥίπτομαι εἰς τὴν φυλακήν, Δείναρχ. 106. 14, Δημ. 788. 17, κλ.· οὕτως, ἐμπ. εἰς τὸν Τάρταρον Πλάτ. Φαίδων 114Α. 9) ἐπὶ συμβεβηκότων, συμβαίνω, γίνομαι, Παυσ. 7. 8, 4. Πρβλ. ἐμπίτνω.

French (Bailly abrégé)

f. ἐμπεσοῦμαι, ao.2 ἐνέπεσον, pf. ἐμπέπτωκα;
1 tomber dans ou sur : πόντῳ OD dans la mer ; πέτρῃ IL sur un rocher ; ἐν ὕλῃ IL sur une forêt en parl. du feu ; εἰς τάφρους XÉN dans des fossés ; ἐπὶ συμφορήν HDT tomber dans le malheur;
2 tomber sur, fondre sur : προμάχοις OD sur les combattants des premiers rangs ; τοῖς πολεμίοις XÉN sur l’ennemi ; avec un suj. de chose ἐμπ. ἐς τὴν πόλιν THC fondre sur la ville en parl. de la peste ; χόλος ἔμπεσε θυμῷ IL la colère envahit ton âme;
3 s’offrir à : ἃ εἰς τὴν αἴσθησιν ἐμπίπτει PLAT ce qui tombe sous les sens ; ἐμπ. εἰς τοὺς δικαστάς PLUT être porté devant les juges en parl. d’un différend ; μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ OD une parole est entrée dans mon cœur ; λόγος ἐμπέπτωκέ μοι SOPH un bruit est parvenu à mes oreilles.
Étymologie: ἐν, πίπτω.

English (Autenrieth)

aor. ἔμπεσε: fall into or upon; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Il. 16.113; ἐν ὕλῃ, Il. 11.155; freq. in hostile sense, ἔμπεσ' ἐπικρατέως, ‘charge,’ Il. 16.81; metaph., χόλος, δέος ἔμπεσε θῦμῷ, Il. 9.436, Il. 14.207; ἔπος μοι ἔμπεσε θῦμῷ, ‘came to my mind,’ Od. 12.266.