ὅγε: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ὅ γε, etc.): the demonstr. ὅ, ἥ, τό intensified, and [[yet]] [[often]] employed [[where]] we should [[not]] only [[expect]] no [[emphasis]], [[but]] [[not]] [[even]] [[any]] pronoun at [[all]], as in the [[second]] of [[two]] alternatives, Il. 3.409, Il. 12.240, Od. 2.327 . ὅ γε serves, [[however]], to [[keep]] [[before]] the [[mind]] a [[person]] [[once]] mentioned (and [[perhaps]] returned to [[after]] an [[interruption]]), [[thus]] [[usually]] the [[very]] opp. of ὃ δέ, [[which]] introduces a [[new]] [[person]] in [[antithesis]].
|auten=(ὅ γε, etc.): the demonstr. ὅ, ἥ, τό intensified, and [[yet]] [[often]] employed [[where]] we should [[not]] only [[expect]] no [[emphasis]], [[but]] [[not]] [[even]] [[any]] pronoun at [[all]], as in the [[second]] of [[two]] alternatives, Il. 3.409, Il. 12.240, Od. 2.327 . ὅ γε serves, [[however]], to [[keep]] [[before]] the [[mind]] a [[person]] [[once]] mentioned (and [[perhaps]] returned to [[after]] an [[interruption]]), [[thus]] [[usually]] the [[very]] opp. of ὃ δέ, [[which]] introduces a [[new]] [[person]] in [[antithesis]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ὅγε]] v. ὁ, [[γε]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 290] ἥγε, τόγε, durch das angehängte γε nachdrücklich hervorgehobenes ὁ, ἡ, τό, der ja, der da; oft bei Hom. nur dazu dienend, das Subject noch einmal nachdrücklich hervorzuheben und bestimmter anzudeuten, daß im zweiten Satzgliede dasselbe Subject wie im ersten ist, wo wir uns gewöhnlich mit dem einfachen er, oder er wenigstens, begnügen; αἶψα δὲ νῆας ἔπηξε, πολὺν δ' ὅγε λαὸν ἀγείρας βῆ, Il. 2, 664; bes. auch in disjunctiven Sätzen, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας, ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν, Od. 2, 327, vgl. Il. 12, 239; so auch Her. 2, 173: λάθοι ἂν ἤτοι μανείς, ἢ ὅγε ἀπόπληκτος γενόμενος, oder auch, dem lat. idem entsprechend. Hom. vrbdt auch κεῖνος ὅγε, jener dort, eigtl. jener, der da, Il. 19, 344. 3, 391; selbst mit subst., ὅγ' ἥρως, 5, 308, τόνγε ἄνακτα, 794; – τοίγε steht Il. 12, 240 Od. 20, 390; – τῇγε, hierher gerade, an diesen Ort, Il. 6, 435; – τόγε, deshalb gerade, aus keinem andern Grunde, Il. 5, 827 Od. 17, 401. – Bei den Attikern behält γε seine eigentliche Bdtg und ist nicht mit ὁ zu verbinden, welches der Artikel ist, ὅ γε καλός.

Greek (Liddell-Scott)

ὅγε: ἥγε, τόγε, ἢ ὅ γε, ἥ γε, τό γε, ἡ δεικτικὴ ἀντωνυμία ὁ, ἡ, τό, ἐμφαντικωτέρα γινομένη διὰ τῆς προσθήκης τοῦ γε, ὡς τὸ Λατιν. hicce, haecce, hocce, οὗτος, αὕτη, τοῦτο, Ὅμ., Ἡσ., κτλ.· - τὸ γε σπανίως δύναται νὰ μεταφρασθῇ ἐκτὸς ἐνίοτε δια τοῦ «τῷ ὄντι», ἢ «τοὐλάχιστον», ὅτε ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. hic quidem· κυρίως ἡ ἀντωνυμ. αὕτη χρησιμεύει μᾶλλον ὅπως ὁρίσῃ πρόσωπόν τι ὡς διακεκριμένον ἀπὸ ἄλλων ἢ ὅπως δείξῃ αὐτό, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει ἀπὸ τῆς ὅδε· Ι. μετ’ οὐσιαστ., αὐτὰρ ὅ γ’ ἥρως ὧν ἵππων ἐπιβὰς ἔλαβ’ ἡνία σιγαλόεντα Ἰλ. Ε. 327· εὗρε δὲ τόν γε ἄνακτα ... ἕλκος ἀναψύχοντα αὐτόθι 794· Τεῦκρον ... καὶ Λήιτον ... τοὺς ὅγ’ ἐποτρύνων Ν. 94· οὕτως, πάντες ἄρ’ οἵγ’ ἔθελον Η. 169· ὡσαύτως, κεῖνος ὅγε ... ἧσται Π. 344. ΙΙ. ἐν μιᾷ τῶν προτάσεων τοῦ διαζευκτικοῦ λόγου, ἢ ἐν τῇ πρώτῃ, πατὴρ δ’ ἐμὸς ... ζώει ὅγ’ ᾗ τέθνηκε Ὀδ. Β. 131, πρβλ. Γ. 90., Δ. 821· ἢ ἐν τῇ δευτέρᾳ, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ..., ἢ ὅγε καὶ Σπάρτηθεν Ὀδ. Β. 326· οὕτω, λάθοι ἂν ἥτοι μανεὶς ἢ ὅγε ἀπόπληκτος γενόμενος Ἡρόδ. 2. 173· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου nunc dextra ingeminans ictus, nunc ille sinistra· οὕτω καὶ ἐν ἀντιθετικῇ προτάσει, Θέτις δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ..., ἀλλ’ ἥγ’ ἀνεδύσετο Ἰλ. Α. 496, πρβλ. Λ. 226. ΙΙΙ. μετὰ τὸ ὥς, οὕτω, Λ. 136, κτλ. IV. Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: 1) δοτ. τῇγε, ἐπὶ τόπου, ἐνταῦθα, εἰς τοῦτον τὸν τόπον, Ζ. 435. 2) αἰτ. τοῦ οὐδ. τόγε, διὰ τοῦτο, διὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγον, Ε. 827, Ὀδ. Ρ. 401.

French (Bailly abrégé)

ἥγε, τόγε ; gén. τοῦγε, τῆσγε, τοῦγε, etc.
I. pron. démonstr. celui-ci, celle-ci, ceci;
II. adv. 1 dat. • τῇγε justement ici, précisément en ce lieu;
2 acc. neutre • τόγε justement pour ce motif.
Étymologie: ὁ, γέ.

English (Autenrieth)

(ὅ γε, etc.): the demonstr. ὅ, ἥ, τό intensified, and yet often employed where we should not only expect no emphasis, but not even any pronoun at all, as in the second of two alternatives, Il. 3.409, Il. 12.240, Od. 2.327 . ὅ γε serves, however, to keep before the mind a person once mentioned (and perhaps returned to after an interruption), thus usually the very opp. of ὃ δέ, which introduces a new person in antithesis.

English (Slater)

ὅγε v. ὁ, γε.