ἀμβρόσιος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἄμβροτος]]): [[ambrosial]], [[divine]]; epith. of [[anything]] belonging to, pertaining to, or conceived as bestowed by the gods; χαῖται, Il. 1.529; [[εἶδαρ]] ([[for]] [[their]] steeds), Il. 7.369, [[νύξ]], [[ὕπνος]]. | |auten=([[ἄμβροτος]]): [[ambrosial]], [[divine]]; epith. of [[anything]] belonging to, pertaining to, or conceived as bestowed by the gods; χαῖται, Il. 1.529; [[εἶδαρ]] ([[for]] [[their]] steeds), Il. 7.369, [[νύξ]], [[ὕπνος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀμβρόσιος]] <br /> <b>1</b> [[divine]], [[heavenly]] [[ὥρα]] [[πότνια]], [[κάρυξ]] Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) λέχει [[πέλας]] ἀμβροσίῳ Μελίας (Pae. 9.35) μελιγαθὲς ἀμβρόσιον [[ὕδωρ]] Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων i. e. of [[poetry]] (P. 4.299) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 17 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Med.983 (lyr.):—
A immortal, divine, rarely of persons, νύμφη h.Merc.230:—in Ep., epith. of everything belonging to gods, as hair, Il.1.529, etc.; robes, sandals, etc., 5.338, 21.507, 24.341, al.; anointing oil, 14.172, 23.187; voice and song, h.Hom.27.18, Hes.Th.69; fodder and mangers of horses, Il.5.369 8.434; of night and sleep, as divine gifts, Od. 4.429, etc.; ὕδωρ Hom.Epigr.1.4; κρῆναι E.Hipp.748:—of things divinely excellent or beautiful, κάλλος Od.18.193; of verses, Pi.P.4.299; Ἀφροδίτας ἀ. φιλοτάτων Id.N.8.1.
German (Pape)
[Seite 119] α, ον (adject. zu ἄμβροτος, entst. aus ἀμβρότιοσ), den Unsterblichen (ἀμβρότοις) gehörig, unsterblich, ambrosisch; ἀμβρ. ἑανός der Hera Iliad. 14, 178, der Artemis 21, 507, πέπλος der Aphrodite 5, 338, τέδιλα des Hermes Iliad. 24, 341 Od. 5, 45, der Athene Od. 1, 97, χαῖται des Zeus Iliad. 1, 529, πλόκαμοι der Hera 14, 177, ἀμβρ. εἶδαρ fressen die Pferde des Poseidon 13, 35, des Ares 5, 369, ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν stehen die Pferde der Hera 8. 434; Hera salbt sich 14, 172 λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν; 23. 187 vom Hektor κύνας μὲν ἄλαλκε Ἀφροδίτη, ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ; Od. 18, 193 schmückt Athene die Penelope, κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐυστέφανος Κυθέρεια χρίεται; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 172 ἡ διπλῆ, ὅτι μύρον μὲν οὐκ ὀνομάζει, τεθυμιαμένον δὲ ἔλαιον τὸ μύρον λέγει, ὥστε εἰδέναι μὲν τὴν χρῆσιν, τὸ δὲ ὄνομα μή. λέγει δέ που καὶ »ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ (23. 186)« καὶ »κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα (Od. 18, 192)« μύρου τι γένος ὀνοματοποιήσας; ders. 23, 186 ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ: ἡ διπλῆ, ὅτι μύρου τὴν μὲν ὀνομασίανἀγνοεῖ, την δὲ σκευασίαν οἶδεν· τὸ γὰρ ῥόδινον οὕτως νῦν εἶπεν ἔλαιον ῥοδόεν; Scholl. Od. 18, 192 κάλλεϊ: νῦν τὰ μύρα; – ἀμβροσίη νύξ Iliad. 2, 57. 10, 41. 142. 18, 268. 24, 363 Od. 4, 429. 574. 7, 283. 9, 404. 15, 8, vgl. ἄβροτος; – ἀμβρόσιος ὕπνος Iliad. 2, 19; – Eurip. hat ἀμβρόσιος statt des fem. Med. 983 ἀμβρόσιος αὐγά; Hym. Merc. 230 heißt Maja νύμφη ἀμβροσίη; ἀμβροσίη μολπή, der Gesang der Musen, Hes. Th. 67; ἀμβροσίη ὄψ H. h. 27, 18; ἀμβρόσια ἔπεα Pind. P. 4, 299; Ἀφροδίτας φιλότατες ἀμβρόσιαι N. 8, 1. Bei Sp. = groß u. schön.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβρόσιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Μήδ. 983: (ἴδε ἐν λ. μορτός): - Ποιητ. τύπος τοῦ ἄμβροτος, ἀθάνατος, θεῖος, σπανίως ἐπὶ προσώπων, νύμφη Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 230: - παρ’ Ὁμ. ἡ νὺξ καὶ ὁ ὕπνος λαμβάνουσιν ὡς ἐπίθετον τὴν λέξιν ταύτην: ἀμβροσίην διὰ νύκτα Ἰλ. Β. 57: περὶ δ’ ἀμβρόσιος κέχυθ’ ὕπνος, θεῖος, οὐράνιος, ἥδιστος (ὡς τὰ νὺξ ἄμβροτος, νὺξ δαιμονίη, ἱερὸν ἦμαρ, ἱερὸν κνέφας, πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 728): οὕτως, ἀμβρ. ὕδωρ Ἐπιγράμμ. Ὁμ. Ι. 4· ἀμβρ. κρῆναι Εὐρ. Ἱππ. 748: - προσέτι πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς τοὺς θεοὺς καλεῖται ἀμβρόσιον, ὡς ἡ κόμη αὐτῶν, Ἰλ. Α. 529, κτλ., τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τὰ πέδιλα, κτλ., Ε. 238, Φ. 507, Ω. 341 καὶ ἀλλ.· ὡσαύτως τὸ ἔλαιον δι’ οὗ ἠλείφοντο, Ξ. 172, Ψ. 187· ἡ φωνὴ αὐτῶν καὶ τὸ ᾆσμα, Ὕμν. Ὁμ. 27. 18, Ἡσ. Θ. 69· ἡ φορβὴ (τροφὴ) καὶ ἡ φάτνη τῶν ἵππων αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 369, Θ. 434: - ὡσαύτως ἐπὶ παντὸς πράγματος ἐξόχως διαπρέποντος καὶ ὡραίου, κάλλος Ὀδ. Σ. 193· ἐπὶ στίχων, Πινδ. Π. 4. 532· ἐπὶ φιλίας, ὁ αὐτ. Ν. 8 .2, κτλ.: - πρβλ. ἀμβροσία, ἄμβροτος, ἄβροτος καὶ Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 immortel, divin;
2 p. ext. divinement beau ou bon.
Étymologie: ἄμβροτος.
English (Autenrieth)
(ἄμβροτος): ambrosial, divine; epith. of anything belonging to, pertaining to, or conceived as bestowed by the gods; χαῖται, Il. 1.529; εἶδαρ (for their steeds), Il. 7.369, νύξ, ὕπνος.
English (Slater)
ἀμβρόσιος
1 divine, heavenly ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας (Pae. 9.35) μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων i. e. of poetry (P. 4.299)