μηνύω: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[revelar]], [[informar de]], [[indicar]] | |esgtx=[[revelar]], [[informar de]], [[indicar]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=[[probably]] from the [[same]] [[base]] as [[μασσάομαι]] and [[μνάομαι]] (i.e. mao, to [[strive]]); to [[disclose]] ([[through]] the [[idea]] of [[mental]] [[effort]] and [[thus]] [[calling]] to [[mind]]), i.e. [[report]], [[declare]], [[intimate]]: [[shew]], [[tell]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
(v. fin.), Dor. μᾱν- B.Fr.10, SIG417.7 (Delph., iii B. C.): fut. -ύσω Hdt.2.121. γ', etc.: aor.
A ἐμήνῡσα h.Merc.264, And.1.26, etc.: pf. μεμήνῡκα ib.22, Pl.Ti.48b, Men.Pk.28:—Pass., pf. μεμήνῡται And.1.10, Th.1.20: aor. ἐμηνύθην E.Ion 1563, Pl.Criti.108e: fut. μηνυθήσομαι Gal.UP5.15:—disclose what is secret, reveal: generally, make known, declare, μ. τινί τι h.Merc.254, Pi.N.9.4, Hdt.1.23; τι S.OT102, 1384, etc.; τί μηνύεις νέον; E.Ba.1029; τὸ πρᾶγμ' οὐ μεμήνυκ' Men. l.c.; τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ πέδη indicates, betrays them, X.Eq.3.5; Λυδία λίθος μανύει χρυσόν B. l.c.:—Pass., κατὰ τὸ μεμηνυμένον Phld.Acad. Ind.p.81 M. 2 c. acc. et part., πρὸς τὸν βασιλέα μ. τινὰ ἔχοντα show that he has, Hdt.2.121.γ'; ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα τινὰ μ. Antipho 2.1.5; γεγονὼς ἐμηνύθη πόλεμος Pl.Criti. l.c.: the part. is sts. omitted, τόδ' ἔργον . . σε μηνύει κακόν (sc. ὄντα) E.Hipp.1077: c. acc. et inf., [ποιηταὶ] ταῦτα οὕτως ἔχειν μ. Pl.R.366b; also ἡ ἐπιστήμη μ. ὡς . . ἑπομένης τῆς ψυχῆς gives indication of the soul as following, Id.Cra. 412a. 3 folld. by an interrog. or Conj., μήνυσον αὐτοῖς τίς ἐστιν Id.Ap.24d; ἀλλά μοι μηνύσατε εἰ . . inform me whether... Ar.Ach. 206; μ. ὅτι . . Arist.EN1101b29. 4 abs., ὡς ὁ ἔμπροσθεν μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος Pl.Phdr.277c, cf. Phlb.19b. II at Athens, inform, lay information against another, κατά τινος And.1.20, Lys.6.23; τινας Docum. ap. And.1.13; ταῦτα And.ibid.; περὶ τῶν μυστηρίων ib.19; μ. τι κατά τινος Th.6.60; μ. τοῖς ἄρχουσίν τι Pl.Lg.730d; πρός τινας D. 24.11: abs., ὁ μηνύσας OGI665.29 (Egypt, i A. D.): impers. in Pass., μηνύεται information is laid, Th.6.28; ὑποτοπήσαντες . . Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι Id.1.20, cf. 6.57, And.1.10; ὧν πέρι ἄλλων ἐμεμήνυτο Th.6.61:— Pass., also of persons, to be informed against, denounced, τῶν μετ' αὐτοῦ μεμηνυμένων ib.53, cf. X.HG3.3.10; πρᾶγμα μηνυθέν E.Ion 1563; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Th.4.89. [ῡ always in fut., aor., and pf.; and in Att. so in pres. and impf.; ῠ in Ep. and Lyr. in pres. and impf., h.Merc.254, Pi.N.l.c., O.6.52, P.1.93, I.8(7).60, B.l.c., but ῡ, h.Merc.373, B.9.14, and later.]
German (Pape)
[Seite 175] etwas Verborgenes anzeigen, verrathen, angeben, H. h. Merc. 254; übh. kund machen, ματέρι αὐδὰν μανύει, Pind. N. 9, 4; P. 1, 93 u. öfter; ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην; Soph. O. R. 102; τά τοι κακῶς εὑρημέν' ἔργα τῷ λόγῳ μηνύεται, O. C. 1190; τί μηνύεις νέον, Eur. Bacch. 1028, öfter; πρᾶγμα μηνυθέν, Ion 1563; Ar. Ach. 206; χρηστήριον, Her. 1, 23; bes. ein Verbrechen anzeigen, Anzeige machen, Thuc. 6, 27. 28; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, 4, 89; τὶ κατά τινος, 6, 60; μεμηνυμένων αὐτῶν περὶ μυστηρίων ὡς ἀσεβούντων, 6, 53; ὅτι μεμήνυνται, daß sie verrathen waren, Xen. Hell. 3, 3, 10; mit folgd. partic., τινὰ ἔχοντα, Her. 2, 121, 3; αὐτὸν ἀποθανόντα, Antiph. 2 α 5; Andoc. 1, 12. 13 ff.; pass., πόλεμος γεγονὼς ἐμηνύθη, Plat. Criti. 108 e; τὴν τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν, Legg. V, 730 d, wie Rep. II, 361 b u. öfter; übh. andeuten, zeigen, ὡς ὁ ἔμπροσθεν πᾶς μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος, phaedr. 277 c; Phil. 19 b Polit. 264 b; Sp., πρός τινα, Luc. Hermot. 51, wie schon Dem. 24, 11 μηνύειν πρὸς τοὺς ζητητάς sagt; πολλὰ μηνύομεν τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἐσομένων προσημαίνομεν vrbdt Plut. de orac. 38. – [Υ, der Regel nach im fut., aor. u. den folgdn tempp. lang, ist im praes. u. impf. ursprünglich kurz, H. h. Merc. 254 u. Pind. a. a. O.; doch bei folgender langer Sylbe auch lang, H. h. Merc. 373, vgl. Graef. Mel. 60, 3; so gew. auch bei den Attikern, vgl. Soph. O. C. 1190 Ar. Ach. 206.]
Greek (Liddell-Scott)
μηνύω: (ἴδε ἐν τέλ.), μᾱνύω˙ μέλλ.: -ύσω Ἡρόδ., Ἀττ.˙ ἀόρ. ἐμήνῡσα συχν. παρ’ Ἀττ.˙ πρκμ. μεμήνῡκα Ἀνδοκ. 4. 16, Πλάτ. ― Παθ., πρκμ. μεμήνῡται, ἴδε κατωτ.˙ ἀόρ. ἐμηνύθην Εὐρ., Πλάτ., μέλλ. μηνυθήσομαι Γαλην.˙ ― μέσ. ἀόρ. μηνύσαιτο παρὰ Θεοδ. Προδρ. σ. 362˙ (ἴδε ἐν λ. *μάω). Ἀποκαλύπτω μυστικόν, φανερώνω, προδίδω˙ καθόλου, ποιῶ τι γνωστόν, ἀναγγέλλω, διακηρύττω, δεικνύω. Συντάσσ.: μ. τινί τι Ὑμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 254, Πινδ. Ν. 9. 10, Ἡρόδ. 1. 23˙ τι Σοφ. Ο. Τ. 102, 1384, κτλ.˙ τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ πέδη, δεικνύει, ἀποκαλύπτει, φανερώνει Ξεν. Ἱππ. 3. 5. 2) μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., μ. τινά ἔχοντα, δεικνύω ὅτι ἔχει τις, Ἡρόδ. 2. 121˙ 3˙ οὕτω, μ. τινὰ ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα Ἀντιφῶν 115. 21˙ πόλεμος γενονὼς ἐμηνύθη Πλάτ. Κριτί. 108Ε˙ ἡ μετοχ. ἐνίοτε παραλείπεται, τόδ’ ἔργον... σε μηνύει κακὸν (ἐξυπ. ὄντα) Εὐρ. Ἱππ. 1077˙ ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 368Β˙ ― ὑπάρχει δὲ μοναδική τις σύνταξις παρὰ Πλάτ. Κρατ. 412Α: μ. ὡς... ἑπομένης τῆς ψυχῆς, πληροφορεῖ περὶ τῆς ψυχῆς ἀκολουθούσης, δεικνύει ὅτι η ψυχὴ ἀκολουθεῖ. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μ. αὐτοῖς τίς ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 24DϏ μ. τινί εἰ... πληροφορῶ τινα ἄν..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206˙ μ. ὅτι... Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5. 4) ἀπολ., ὡς μεμήκυνεν ὁ λόγος Πλάτ. Φαῖδρ. 277C, πρβλ. Φίληβ. 19Β. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, καταμηνύω, καταγγέλλω, εἰσάγω καταγγελίαν ἐναντίον τινός, κατά τινος Ἀνδοκ. 3. ἐν τέλ., Λυσ. 105˙ 18˙ τινὰ Ἀνδοκ. 3. 3˙ τι αὐτόθι 7˙ περί τινος αὐτόθι 39˙ ὡσαύτως, μ. τι κατά τινος Θουκ. 6. 60˙ ― μ. τινί τι, πληροφορῶ τὸν ἄρχοντα περί τινος πράγματος, καταγγέλλω, Πλάτ. Νόμ. 730D˙ τι πρός τινα Δημ. 703. 13˙ εἴς τινα Πλάτ. Μενέξ. 239Β˙ ― ἀπροσ. ἐν τῷ παθ., μηνύεται, γίνεται μήνυσις, πληροφορία, Θουκ. 6. 28˙ ὑποτοπήσαντες... Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι ὁ αὐτ. ἐν 1. 20, πρβλ. 6. 57, Ἀνδοκ. 2. 28˙ ὧν πέρι ἐμεμήνυτο αὐτόθι 61˙ ― ἀλλ’ ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, καταγγέλλομαι, κατηγοροῦμαι, κατακρίνομαι, προδίδομαι, τῶν μετ’ αὐτοῦ μεμηνυμένων αὐτόθι 53, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10˙ οὕτω, πρᾶγμα μηνυθὲν Εὐρ. Ἴων 1563˙ μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Θουκ. 2. 89˙ [ῡ ἀείποτε ἐν τῷ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ.˙ παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. καὶ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.˙ ἀλλὰ τὸ υ βραχύνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 254, καὶ παρὰ Πινδ., πλὴν ὅταν εὑρίσκηται πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 373].
French (Bailly abrégé)
f. μηνύσω, ao. ἐμήνυσα, pf. μεμήνυκα);
1 donner une indication, indiquer, révéler : τί τινι, révéler ou faire savoir qch à qqn ; τινα κακόν EUR montrer que qqn est méchant;
2 en mauv. part dénoncer : τί τινι, τι πρός τινα, qch à qqn ; κατά τινος, faire une dénonciation contre qqn.
Étymologie: μῆνις.
Spanish
English (Strong)
probably from the same base as μασσάομαι and μνάομαι (i.e. mao, to strive); to disclose (through the idea of mental effort and thus calling to mind), i.e. report, declare, intimate: shew, tell.