μολύνω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(strοng)
(T21)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[probably]] from [[μέλας]]; to [[soil]] ([[figuratively]]): [[defile]].
|strgr=[[probably]] from [[μέλας]]; to [[soil]] ([[figuratively]]): [[defile]].
}}
{{Thayer
|txtha=1st aorist [[active]] ἐμόλυνα; [[passive]] [[present]] μολύνομαι; 1st aorist ἐμολυνθην; from [[Aristophanes]] [[down]]; to [[pollute]], [[stain]], [[contaminate]], [[defile]]; in the N. T. used [[only]] in symbolic and figurative [[discourse]]: [[οὐκ]] ἐμόλυναν τά ἱμάτια αὐτῶν, of those [[who]] [[have]] kept [[themselves]] [[pure]] from the [[defilement]] of [[sin]], [[μετά]] γυναικῶν [[οὐκ]] ἐμολύνθησαν, [[who]] [[have]] [[not]] [[soiled]] [[themselves]] by [[fornication]] and [[adultery]], ἡ [[συνείδησις]] μολύνεται, of a [[conscience]] reproached ([[defiled]]]]) by [[sin]], inexplebili quodam laedendi proposito conscientiam polluebat, Ammianus Marcellinus 15,2; opposed to καθαρά [[συνείδησις]], μολύνειν [[τήν]] ψυχήν, [[μιαίνω]], 2). (Synonym: [[see]] [[μιαίνω]], at the [[end]].)
}}
}}

Revision as of 18:03, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύνω Medium diacritics: μολύνω Low diacritics: μολύνω Capitals: ΜΟΛΥΝΩ
Transliteration A: molýnō Transliteration B: molynō Transliteration C: molyno Beta Code: molu/nw

English (LSJ)

fut. -

   A ῠνῶ LXX Ca.5.3: aor. ἐμόλῡνα ib.Ge.37.31: pf. μεμόλυγκα Choerob.in Theod.2.68:—Pass., fut. μολυνθήσομαι LXX Za.14.2: aor. 1 ἐμολύνθην ib.Si.22.13: pf. μεμόλυσμαι ib. 1 Es.8.83, Epict. Ench.33, J.AJ3.6.1, μεμόλυμμαι LXX Is.65.4, Choerob.in Theod.2.186:—stain, sully, defile, τὴν ὑπήνην Ar.Eq.1286; ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Arist.HA571b18, cf. Theoc.20.10; simply, sprinkle, ἀλεύρῳ Sotad. Com.1.24; make a beast of, τινας (of Circe) Ar. Pl.310; defile, debauch, παῖδα Theoc.5.87: metaph., χεῖρας ἁρπαγῇ J.Vit.47:—Pass., become vile, disgrace oneself, Isoc.5.81; μετὰ γυναικῶν Apoc.14.4; ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι wallow in ignorance, Pl.R.535e; ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Muson.Fr.18b p.101 H.; ἡ συνείδησις αὐτῶν μολύνεται 1 Ep.Cor.8.7.    2 stain, dye, χιτωνίσκον αἵματι J.AJ2.3.4:— Pass., ἔρια μεμολυσμένα ἄνθεσι ib.3.6.1.    II v. μωλύω.

German (Pape)

[Seite 200] besudeln, beflecken; τὴν ὑπήνην, Ar. Equ. 1283, μολύνουσα τοὺς ἑταίρους, Plut. 310, beide Male im obscönen Sinne, ἑαυτοὺς πηλῷ, von Schweinen, Arist. H. A. 6, 18; τούτων ἀποκνίσας τὰ κρανία ἐμόλυν' ἀλεύρῳ, Sotad. b. Ath. VII, 293 d, mit Mehl bestreuen; übertr. sagt Plat. ἡ ψυχή, ἣ ἂν εὐχερῶς ὥςπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται, die sich in Unwissenheit, wie ein Schwein im Kothe wälzt, Rep. VII, 535 e; vgl. Isocr. 5, 81. – Uebh. beschimpfen, entehren, herabwürdigen, Sp., die auch das perf. pass. μεμόλυσμαι bilden, Epict. ench. 33, 6, Schol. Ap. Rh. 4, 681; vgl. Schäf. daselbst p. 236. S. auch μωλύω.

Greek (Liddell-Scott)

μολύνω: [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ: πρκμ. παθ. μεμόλυσμαι, καὶ παρὰ μεταγ. μεμόλυμμαι Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 276· (ἴδε μέλας). «Λερώνω», καὶ μ. τὴν ὑπήνην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1286 ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· - ἁπλῶς πάσσω, τὰ κρανία ἐμόλυν’ ἀλεύρῳ Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24· - μολύνουσαν, μεταβάλλουσαν εἰς κτήνη, Ἀριστοφ. Πλ. 310· ὡσαύτως ἀτιμάζω, διαφθείρω γυναῖκα, Θεόκρ. 5. 87. - Παθ., γίνομαι μιαρός, ἀχρεῖος, ἀτιμάζω ἐμαυτόν, Ἰσοκρ. 98C· ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθείᾳ μολύνομαι, κυλίομαι ἐν τῇ ἀμαθείᾳ ὡς χοῖρος ἐν βορβόρῳ, Πλάτ. Πολ. 535Ε· ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 47 κέρδει Συνέσ. 168D· πρβλ. μορύσσω. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος, «μισομαγειρεύω», «ψήνω» αὐτὸ μόνον κατὰ τὸ ἔξω μέρος, πάσχει... ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μολυνόμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 7, 4 (ἄνευ διαφ. γραφῆς)· ἀλλ’ ἐν Μετεωρ. 4. 3, 18 ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει, σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα τῶν ἑφθῶν, ἴδε ἐν λέξει μόλυνσις ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. μολυνῶ, ao. ἐμόλυνα, pf. μεμόλυγκα ; pf. Pass. μεμόλυμμαι ou μεμόλυσμαι;
salir, souiller, tacher, acc. ; Pass. être sali, se salir : fig. τινί, par le contact ou la fréquentation de qqn ; particul. souiller, polluer, acc. .
Étymologie: DELG on peut restituer *μόλος, cf. skr. mála « saleté, ordure » ; pê apparenté à μέλας.

English (Strong)

probably from μέλας; to soil (figuratively): defile.

English (Thayer)

1st aorist active ἐμόλυνα; passive present μολύνομαι; 1st aorist ἐμολυνθην; from Aristophanes down; to pollute, stain, contaminate, defile; in the N. T. used only in symbolic and figurative discourse: οὐκ ἐμόλυναν τά ἱμάτια αὐτῶν, of those who have kept themselves pure from the defilement of sin, μετά γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν, who have not soiled themselves by fornication and adultery, ἡ συνείδησις μολύνεται, of a conscience reproached (defiled]]) by sin, inexplebili quodam laedendi proposito conscientiam polluebat, Ammianus Marcellinus 15,2; opposed to καθαρά συνείδησις, μολύνειν τήν ψυχήν, μιαίνω, 2). (Synonym: see μιαίνω, at the end.)