πορνεία: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(T21) |
(33) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=πορνείας, ἡ ([[πορνεύω]]), the Sept. for תַּזְנוּת, זְנוּת, זְנוּנִים, [[fornication]] (Vulg. fornicatio (and (prostitutio)); used a. [[properly]], of [[illicit]] [[sexual]] [[intercourse]] in [[general]] ([[Demosthenes]], 403,27; 433,25): [[μοιχεία]] in used of [[adultery]] (cf. [[πορνεία]] is used [[metaphorically]] of the [[worship]] of idols: [[ἡμεῖς]] ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα (we are [[not]] of a [[people]] given to idolatry), ἕνα πατέρα ἔχομεν [[τόν]] Θεόν, [[ἄθεος]] [[μέν]] ὁ [[ἄγονος]], [[πολύθεος]] δέ ὁ ἐκ [[πόρνης]], τυφλωττων [[περί]] [[τόν]] ἀληθῆ πατέρα καί [[διά]] [[τοῦτο]] πολλούς ἀνθ' [[ἑνός]] γονεῖς αἰνιττόμενος, [[Philo]] de mig. Abr. § 12; τέκνα πορνείας, of idolaters, John , the [[passage]] cited others [[understand]] [[physical]] [[descent]] to be [[spoken]] of (cf. Meyer))); of the [[defilement]] of idolatry, as incurred by [[eating]] the sacrifices offered to idols, Revelation 2:21. | |txtha=πορνείας, ἡ ([[πορνεύω]]), the Sept. for תַּזְנוּת, זְנוּת, זְנוּנִים, [[fornication]] (Vulg. fornicatio (and (prostitutio)); used a. [[properly]], of [[illicit]] [[sexual]] [[intercourse]] in [[general]] ([[Demosthenes]], 403,27; 433,25): [[μοιχεία]] in used of [[adultery]] (cf. [[πορνεία]] is used [[metaphorically]] of the [[worship]] of idols: [[ἡμεῖς]] ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα (we are [[not]] of a [[people]] given to idolatry), ἕνα πατέρα ἔχομεν [[τόν]] Θεόν, [[ἄθεος]] [[μέν]] ὁ [[ἄγονος]], [[πολύθεος]] δέ ὁ ἐκ [[πόρνης]], τυφλωττων [[περί]] [[τόν]] ἀληθῆ πατέρα καί [[διά]] [[τοῦτο]] πολλούς ἀνθ' [[ἑνός]] γονεῖς αἰνιττόμενος, [[Philo]] de mig. Abr. § 12; τέκνα πορνείας, of idolaters, John , the [[passage]] cited others [[understand]] [[physical]] [[descent]] to be [[spoken]] of (cf. Meyer))); of the [[defilement]] of idolatry, as incurred by [[eating]] the sacrifices offered to idols, Revelation 2:21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. πορνείη, Α [[πορνεύω]]<br />κοινωνικό [[φαινόμενο]] που, [[κατά]] τη σύγχρονη [[αντίληψη]], ορίζεται ως πρακτική συμμετοχής σε σεξουαλικές δραστηριότητες με άτομα διαφορετικά από τον ή την σύζυγο ή φίλο, δραστηριότητες οι οποίες γίνονται με άμεσο [[αντάλλαγμα]] χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας («[[πορνεία]] ἐστί... ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας [[ἐκπλήρωσις]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] και το [[επάγγελμα]] της [[πόρνης]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[συνεύρεση]] ενός άνδρα με άγαμη [[γυναίκα]] η οποία προσφέρει το [[σώμα]] της για σαρκική [[ηδονή]], [[εταιρισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συναναστροφή]] με ειδωλολάτρες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. πορν-είη, ἡ,
A prostitution, Hp.Epid.7.122, etc.; of a man, D.19.200; fornication, unchastity, Ev.Matt.19.9: pl., 1 Ep.Cor. 7.2. II metaph., idolatry, LXX Ho.4.11,al.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Hurerei, Dem. 19, 200 u. Sp.; bei K. S. Götzendienst.
Greek (Liddell-Scott)
πορνεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Δημ. 403. 27, κλπ., Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ΄, 24, κλπ.)· «πορνεία ἐστὶ καὶ λέγεται ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσις» Γρηγ. Νύσσ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 118, κλπ. 2) ἡ μετὰ τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπιμιξία, εἰδωλολατρία, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 33 κλπ.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: πορνεύω.
English (Strong)
from πορνεύω; harlotry (including adultery and incest); figuratively, idolatry: fornication.
English (Thayer)
πορνείας, ἡ (πορνεύω), the Sept. for תַּזְנוּת, זְנוּת, זְנוּנִים, fornication (Vulg. fornicatio (and (prostitutio)); used a. properly, of illicit sexual intercourse in general (Demosthenes, 403,27; 433,25): μοιχεία in used of adultery (cf. πορνεία is used metaphorically of the worship of idols: ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα (we are not of a people given to idolatry), ἕνα πατέρα ἔχομεν τόν Θεόν, ἄθεος μέν ὁ ἄγονος, πολύθεος δέ ὁ ἐκ πόρνης, τυφλωττων περί τόν ἀληθῆ πατέρα καί διά τοῦτο πολλούς ἀνθ' ἑνός γονεῖς αἰνιττόμενος, Philo de mig. Abr. § 12; τέκνα πορνείας, of idolaters, John , the passage cited others understand physical descent to be spoken of (cf. Meyer))); of the defilement of idolatry, as incurred by eating the sacrifices offered to idols, Revelation 2:21.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. πορνείη, Α πορνεύω
κοινωνικό φαινόμενο που, κατά τη σύγχρονη αντίληψη, ορίζεται ως πρακτική συμμετοχής σε σεξουαλικές δραστηριότητες με άτομα διαφορετικά από τον ή την σύζυγο ή φίλο, δραστηριότητες οι οποίες γίνονται με άμεσο αντάλλαγμα χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας («πορνεία ἐστί... ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
η ιδιότητα και το επάγγελμα της πόρνης
μσν.
η συνεύρεση ενός άνδρα με άγαμη γυναίκα η οποία προσφέρει το σώμα της για σαρκική ηδονή, εταιρισμός
αρχ.
συναναστροφή με ειδωλολάτρες.