ἀλέκτωρ: Difference between revisions
(T22) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(ορος, ὁ, a [[cock]], (Latin gallus gallinaceus): Lob. ad Phryn., p. 229; (Rutherford, New Phryn., p. 307; Winer s Grammar, 23; [[see]] [[also]] BB. DD. <TOPIC:COCK> [[under]] the [[word]]; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 221 f; [[especially]] Egli, Zeitschr. f. wiss. Theol., 1879, p. 517ff). | |txtha=(ορος, ὁ, a [[cock]], (Latin gallus gallinaceus): Lob. ad Phryn., p. 229; (Rutherford, New Phryn., p. 307; Winer s Grammar, 23; [[see]] [[also]] BB. DD. <TOPIC:COCK> [[under]] the [[word]]; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 221 f; [[especially]] Egli, Zeitschr. f. wiss. Theol., 1879, p. 517ff). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἀλέκτωρ]])<br />[[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές<br /><b>2.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλέκτωρ</i> (για άλλες σημασίες της λέξεως <b>βλ.</b> [[αλέκτωρ]] II, III).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέκτωρ]] «[[κόκορας]], [[πετεινός]]» προέρχεται από το ρ. [[ἀλέξω]] «[[απομακρύνω]], [[αποκρούω]], υπερασπίζομαι», ως δραστικό δε όνομα που ήταν, όπως δείχνει η κατάλ. -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρή</i>-<i>τωρ</i>, <i>πράκ</i>-<i>τωρ</i>, <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>), σήμαινε αρχικά «τον υπερασπιστή, τον μαχητή». Επειδή όμοια σχηματίστηκε στην Αρχαία και το κύριο (ήδη ομηρικό) όνομα <i>Ἀλέκτωρ</i>, παραμένει προβληματικό αν το κύριο όνομα προϋπήρξε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει το φερώνυμο ζώο ή αν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η λ. χρησιμοποιήθηκε από την [[αρχή]] σκωπτικά για να σημάνει «τον κόκορα» λόγω τών χαρακτηριστικών εριστικών, μαχητικών γνωρισμάτων του ζώου. Στη β' [[περίπτωση]] το κύριο όνομα [[είναι]] υστερογενές παράγωγο του προσηγορικού ουσ. [[ἀλέκτωρ]]. Βεβαίως, ότι από κύρια ονόματα προήλθαν διάφορες ονομασίες ή, συνηθέστερα, παρωνύμια ζώων [[είναι]] ήδη γνωστό, <b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το γαλλ. <i>renard</i> «[[αλεπού]]» από το κύριο όνομα <i>Renart</i> ή το αντίστοιχο νεοελλ. ([[κυρά]]) <i>Μάρω</i> «η [[αλεπού]]», [[καθώς]] και αρχαία παρωνύμια ζώων, όπως [[Μέμνων]] για τον γάιδαρο, <i>Καλλίας</i> για τον πίθηκο και <i>Κερδώ</i> [[πάλι]] για την [[αλεπού]]. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουμε για να υποστηρίξουμε παρόμοια σημασιολογ. [[εξέλιξη]] στην [[περίπτωση]] του [[ἀλέκτωρ]] (και του [[ἀλεκτρυών]]) [[είναι]] ανεπαρκή. Επίσης, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ἀλέκτωρ]] σχηματίστηκε και το [[ἀλεκτρυών]], που δήλωνε και το θηλ. του ζώου, «την [[κότα]]». Το όνομα αυτό μαρτυρείται ομοίως ως κύριο όνομα, γεννώντας ανάλογο ετυμολογικό [[πρόβλημα]]. Στην Αρχαία Ελληνική για την [[ονομασία]] του ίδιου ζώου χρησιμοποιήθηκε, με [[στένωση]] της σημασίας της, και η λ. [[ὄρνις]], ὁ (και [[ὄρνις]], ἡ «η [[κότα]]»), που δήλωνε γενικότερα τη [[σημασία]] του πουλιού. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε διαλεκτικώς και η λ. [[καλαΐς]] «[[κόκορας]]» και «[[κότα]]», από τη σημ. του «[[καλώ]], [[κραυγάζω]]» (<i>καλαις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καλαFίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[καλέω]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>us</i><i>ā</i>-<i>kala</i>- «[[κόκορας]]», ιρλ. <i>cailech</i> «[[κόκορας]]» <b>κ.ά.</b>). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λ. [[πετεινός]] από τη σημ. του «[[πτερωτός]], ιπτάμενος» και γενικότερα του «πουλιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη σημ. «[[κόκορας]]». Η [[ίδια]] η λ. [[κόκορας]], ορθ. [[κόκκορας]], [[είναι]] ηχομιμητική λ. που συνδέεται με άλλες συναφείς ονομασίες τών ΙΕ γλωσσών και, [[κατά]] τον Buck, σχετίζεται με το «κόρκορα<br />[[ὄρνις]]» του Ησυχίου (<b>[[πρβλ]].</b> ιρλ. <i>cerc</i> <b>κ.ά.</b>), σε συνδυασμό με τον αμάρτυρο (στη σημ. αυτή) τ. [[κόκκος]], «η του κόκορα», που οδηγεί στο μσν. λατ. <i>coccus</i>, από όπου τα γαλλ. <i>coq</i>, αγγλ. <i>cock</i> κ.ά. Στην [[ίδια]] ηχομιμητική [[τάξη]] λέξεων θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η αρχαία λ. [[κόκκυ]] (λατ. <i>coco</i>, <b>[[πρβλ]].</b> και «[[ὄρνις]] [[κοκκυβόας]]» ή «[[κοκκοβόας]]») που δήλωνε, [[μεταξύ]] άλλων, την [[κραυγή]] του κόκορα (<b>[[πρβλ]].</b> σημ. «κικιρίκου»). Τέλος, σημειώνεται ότι το θηλ. του «[[κόκορας]]», η σημ. λ. [[κότα]], ορθ. [[κόττα]], ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λ. [[κόττος]] ή <i>κοττός</i>, που από τη σημ. «[[λοφίο]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[κόκορας]]». Ο Ησύχιος διασώζει σχετικά την [[πληροφορία]]: «καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον» (λ. [[πρόκοττα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτοριδεύς]], [[ἀλεκτορίς]], [[ἀλεκτορίσκος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλεκτόρειος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτόριν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεκτορίδιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλεκτοροφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτορομαντεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεκτοροειδής]], [[αλεκτορομαχία]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀλέκτωρ]] (-ορος), η (Α)<br />(για γυναίκες) αυτή που δεν έχει νυφικό [[κρεβάτι]], άγαμη, ανύπαντρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἀλέκτωρ]] (-ορος), ο (AM)<br />αυτός που έχει νυφικό [[κρεβάτι]], ο [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), [ᾰ], ορος, ὁ, poet. form of ἀλεκτρυών,
A cock, ἕως ἐβόησεν ἀ. Batr.192, cf. Pi.O.12.14, Simon.80 B, A.Ag.1671, Eu.861, Herod.4.12, etc.; later Prose, Arist.Fr.347, PTeb.140 (i B. C.)LXX Pr.24.66 (30.31), Ev.Matt.26.34,al., IG3.77: metaph., of a trumpeter, κοινὸς Ἀθηναίων ἀ. Demad.Fr.4; of a flute, Ion Trag.39. 2 ἀλέκτορος λόφος yellow rattle, Rhinanthusmajor, Plin.HN27.40. II husband, consort, Tz.ad Lyc.1094, and so perh. in B.4.8, S.Fr.851. (Perh., like ἀκοίτης, ἄλοχος, from ἀ- copul., λέκτρον).
ἀλέκτωρ (B), ορος, ἡ, (ἀ- priv., λέγω)
A = ἄλεκτρος, Ath.3.08b.
German (Pape)
[Seite 92] ορος, ὁ, Hahn, ältere poet. Form (von ἄλεκτρος, der schlaflose oder schlaflos machende), Pind. O. 12, 14; Aesch. Ag. 1656; Cratin. Ath. IX, 374 d; nach IV, 183 f nennt Ion so auch αὐλός; sp. D. 1) = ἄλεκτρος, unvermählt, Ἀθηνᾶ Athen. III, 98 b. – 2) = ἄλοχος, Gemahl, Soph. frg. 730.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέκτωρ: [ᾰ] (Α), ορος, ὁ, ποιητ. τύπος τοῦ ἀλεκτρυών, πετεινός, ἕως ἐβόησεν ἀλ., Βατραχομ. 192· πρβλ. Πινδ. Ο. 12. 20, Σιμων. 81, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1671, Εὐμ. 861· ὡσαύτ. παρὰ μεταγεν. πεζ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, Συλλ. Ἐπιγρ. 523, 27. ΙΙ. ἀνήρ, σύζυγος, Τζέτζ. Λυκ. 1094 καὶ οὕτως ἴσως ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 730 (ἴσως ὡς τὸ ἀκοίτης, ἄλοχος, ἐκ τοῦ α ἀθροιστ. καὶ λέκτρον).
French (Bailly abrégé)
1ορος (ὁ) :
coq.
Étymologie: ἀλέξω.
English (Slater)
ᾰλέκτωρ
1 cock, esp. fighting cock, emblem of Himera τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14)
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
marido S.Fr.851, B.4.8.
-ορος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: formas heterócl.: sg. gen. ἀλεκτόρου PMag.12.313; neutr. plu. ἀλέκτορα PLond.1259.25 (IV d.C.)
1 gallo Pi.O.12.14, B.4.8, Simon.78, A.A.1671, Eu.861, Hp.Int.1, Arist.Fr.347, Theoc.7.123, Herod.4.12, Batr.192, IG 22.1367.27 (I d.C.?), 12(7) p.1 (Arcesine II a.C.?), PTeb.140 (I a.C.), LXX Pr.30.31, Eu.Matt.26.34
•fig. de una trompeta τὸν δὲ σαλπικτὴν κοινὸν Ἀθηναίων ἀλέκτορα Demad.31, de una flauta, Io Trag.39.
2 bot. ἀλέκτορος λόφος cresta de gallo, Rhinantus minor L., Plin.HN 27.40.
English (Strong)
from aleko (to ward off); a cock or male fowl: cock.
English (Thayer)
(ορος, ὁ, a cock, (Latin gallus gallinaceus): Lob. ad Phryn., p. 229; (Rutherford, New Phryn., p. 307; Winer s Grammar, 23; see also BB. DD. <TOPIC:COCK> under the word; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 221 f; especially Egli, Zeitschr. f. wiss. Theol., 1879, p. 517ff).
Greek Monolingual
(I)
(Α ἀλέκτωρ)
κόκορας, πετεινός
αρχ.
1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές
2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ (για άλλες σημασίες της λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός» προέρχεται από το ρ. ἀλέξω «απομακρύνω, αποκρούω, υπερασπίζομαι», ως δραστικό δε όνομα που ήταν, όπως δείχνει η κατάλ. -τωρ (πρβλ. ρή-τωρ, πράκ-τωρ, γεννή-τωρ), σήμαινε αρχικά «τον υπερασπιστή, τον μαχητή». Επειδή όμοια σχηματίστηκε στην Αρχαία και το κύριο (ήδη ομηρικό) όνομα Ἀλέκτωρ, παραμένει προβληματικό αν το κύριο όνομα προϋπήρξε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει το φερώνυμο ζώο ή αν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η λ. χρησιμοποιήθηκε από την αρχή σκωπτικά για να σημάνει «τον κόκορα» λόγω τών χαρακτηριστικών εριστικών, μαχητικών γνωρισμάτων του ζώου. Στη β' περίπτωση το κύριο όνομα είναι υστερογενές παράγωγο του προσηγορικού ουσ. ἀλέκτωρ. Βεβαίως, ότι από κύρια ονόματα προήλθαν διάφορες ονομασίες ή, συνηθέστερα, παρωνύμια ζώων είναι ήδη γνωστό, πρβλ. λ.χ. το γαλλ. renard «αλεπού» από το κύριο όνομα Renart ή το αντίστοιχο νεοελλ. (κυρά) Μάρω «η αλεπού», καθώς και αρχαία παρωνύμια ζώων, όπως Μέμνων για τον γάιδαρο, Καλλίας για τον πίθηκο και Κερδώ πάλι για την αλεπού. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουμε για να υποστηρίξουμε παρόμοια σημασιολογ. εξέλιξη στην περίπτωση του ἀλέκτωρ (και του ἀλεκτρυών) είναι ανεπαρκή. Επίσης, κατά το πρότυπο του ἀλέκτωρ σχηματίστηκε και το ἀλεκτρυών, που δήλωνε και το θηλ. του ζώου, «την κότα». Το όνομα αυτό μαρτυρείται ομοίως ως κύριο όνομα, γεννώντας ανάλογο ετυμολογικό πρόβλημα. Στην Αρχαία Ελληνική για την ονομασία του ίδιου ζώου χρησιμοποιήθηκε, με στένωση της σημασίας της, και η λ. ὄρνις, ὁ (και ὄρνις, ἡ «η κότα»), που δήλωνε γενικότερα τη σημασία του πουλιού. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε διαλεκτικώς και η λ. καλαΐς «κόκορας» και «κότα», από τη σημ. του «καλώ, κραυγάζω» (καλαις < καλαFίς < καλέω
πρβλ. αρχ. ινδ. usā-kala- «κόκορας», ιρλ. cailech «κόκορας» κ.ά.). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λ. πετεινός από τη σημ. του «πτερωτός, ιπτάμενος» και γενικότερα του «πουλιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη σημ. «κόκορας». Η ίδια η λ. κόκορας, ορθ. κόκκορας, είναι ηχομιμητική λ. που συνδέεται με άλλες συναφείς ονομασίες τών ΙΕ γλωσσών και, κατά τον Buck, σχετίζεται με το «κόρκορα
ὄρνις» του Ησυχίου (πρβλ. ιρλ. cerc κ.ά.), σε συνδυασμό με τον αμάρτυρο (στη σημ. αυτή) τ. κόκκος, «η του κόκορα», που οδηγεί στο μσν. λατ. coccus, από όπου τα γαλλ. coq, αγγλ. cock κ.ά. Στην ίδια ηχομιμητική τάξη λέξεων θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η αρχαία λ. κόκκυ (λατ. coco, πρβλ. και «ὄρνις κοκκυβόας» ή «κοκκοβόας») που δήλωνε, μεταξύ άλλων, την κραυγή του κόκορα (πρβλ. σημ. «κικιρίκου»). Τέλος, σημειώνεται ότι το θηλ. του «κόκορας», η σημ. λ. κότα, ορθ. κόττα, ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λ. κόττος ή κοττός, που από τη σημ. «λοφίο» εξελίχθηκε στη σημ. «κόκορας». Ο Ησύχιος διασώζει σχετικά την πληροφορία: «καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον» (λ. πρόκοττα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτοριδεύς, ἀλεκτορίς, ἀλεκτορίσκος
αρχ.-μσν.
ἀλεκτόρειος
μσν.
ἀλεκτόριν
νεοελλ.
αλεκτορίδιο.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλεκτοροφωνία
μσν.
ἀλεκτορομαντεία
νεοελλ.
αλεκτοροειδής, αλεκτορομαχία].———————— (II)
ἀλέκτωρ (-ορος), η (Α)
(για γυναίκες) αυτή που δεν έχει νυφικό κρεβάτι, άγαμη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λέκτρον].———————— (III)
ἀλέκτωρ (-ορος), ο (AM)
αυτός που έχει νυφικό κρεβάτι, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + λέκτρον.