ἐκβιάζω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(Bailly1_2) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> faire sortir de force : τῆς εὐθείας PLUT du droit chemin ; <i>Pass.</i> ὦ [[τόξον]] [[χειρῶν]] ἐκβεβιασμένον SOPH ô arc arraché de mes mains;<br /><b>2</b> produire péniblement <i>en parl. d’œuvres d’art</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιάζω]]. | |btext=<b>1</b> faire sortir de force : τῆς εὐθείας PLUT du droit chemin ; <i>Pass.</i> ὦ [[τόξον]] [[χειρῶν]] ἐκβεβιασμένον SOPH ô arc arraché de mes mains;<br /><b>2</b> produire péniblement <i>en parl. d’œuvres d’art</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐκβιάζω]])<br />[[αναγκάζω]] με τη βία κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] από έναν [[τόπο]] απωθώντας τον εχθρό («[[εκβιάζω]] τα [[στενά]]»)<br /><b>2.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] με εκβιαστικά [[μέσα]] («[[εκβιάζω]] τη μετάθεσή μου»)<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] εκβιαστικά [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]], [[απομακρύνω]] με τη βία<br /><b>2.</b> [[αποσπώ]] με τη βία από τα χέρια κάποιου<br /><b>3.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[μακριά]], [[εξακοντίζω]]<br /><b>4.</b> [[εκμεταλλεύομαι]]<br /><b>5.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]]<br /><b>6.</b> (για [[επιχείρημα]], [[απόδειξη]] <b>κ.λπ.</b>) [[υποστηρίζω]], [[επιμένω]]<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>εκβεβιασμένος</i><br />επεξεργασμένος με κόπο, [[εξεζητημένος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
A to force out, dislodge, expel, prob.f.l. for -βιβάζω in Plu. 2.243d, 662a; also χεῖρα κατά τινος lay violent hands on, Lib.Decl.40.1 (s.v.l.):—elsewh. in Med. (fut. -βιάσομαι Men.Pk.252), Thphr.HP 8.10.4, PSI4.340.16 (iii B.C.), Plb.18.23.4 ; δίψαν Plu.2.584e :— Pass., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον the bow forced from mine hands, S. Ph.1129(lyr.); ἐκβιασθέντες forced from their position, Plb.1.28.6, cf. Plu.Thes.27, etc.: rare in pres., τοὺς ἐκβιαζομένους Id.Alex.60. 2 Med., constrain, Hdn.2.3.4 : c. inf., ἐ. τινὰ ὑπακοῦσαι Id.2.2.5 ; ἐς τὸ γράφειν Eun.Hist.p.216 D.:—Pass., τούτους ἀνελεῖν -βιασθήσομαι Lib.Decl.40.14. II Med., project with force, Arist.Aud.800b12 : metaph., exploit to the full, τὴν τόλμαν Eun.Hist.p.258D. 2 press upon, ὅταν ἐκβιάσηται τὰ σπλάγχνα [ἡ ὑστέρη] Aret.SA2.11. III Pass., to be expressed in a forced, elaborate way, of works of art, Plu. Tim.36. IV in argument, insist, c. acc. et inf., Phld.Rh.1.74 S.
German (Pape)
[Seite 754] mit Gewalt heraustreiben, verdrängen, τινός, Plut. Symp. 4, 1, 2 a. E., l. d. Sonst med., Pol. 18, 6, 4; Plut. u. a. Sp.; bedrängen, Hdn. 3, 4, 11. – Das pass. hat Soph., ὦ τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον, mit Gewalt aus den Händen gerissen, Phil. 1114; ἐκβιασθέντες (gedrängt) εἰς φυγὴν ὥρμησαν Pol. 1, 28, 6; vgl. Plut. Thes. 27; ἐκβεβιασμένα καὶ κατάπονα (ζωγραφἠματα), mit Mühe u. Anstrengung gearbeitet, Timol. 36; Alex. 60 das part. praes. pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβιάζω: διὰ τῆς βίας ἐκβάλλω, ἀποδιώκω, Πλούτ. 2. 243, κτλ.· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μέσ. τύπον, Πολύβ. 18. 6, 4, Πλούτ. 2. 584Ε, κτλ. ― Παθ., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον, τόξον, διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθὲν ἐκ τῶν χειρῶν μου, Σοφ. Φ. 1129· ἐκβιασθέντες, διὰ τῆς βίας διωχθέντες ἐκ τῆς ἑαυτῶν θέσεως, Πολύβ. 1. 28, 6, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 27, κτλ.· σπανιώτερον κατ’ ἐνεστ., τοὺς ἐκβιαζομένους ὁ αὐτ. Ἀλέξ. 60. ΙΙ. Μέσ., ῥίπτω πόρρω, κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ μακράν, ἐκβιάζεσθαι δὲ οὐ δύναται πόρρω τὸ πληγὲν Ἀριστ. π. Ἀκουστῶν 9. ΙΙΙ. Παθ., γίνομαι ἢ παρίσταμαι κατὰ τρόπον οὐχὶ ἀφελῆ καὶ φυσικόν, ἐπὶ ἔργων τέχνης, τὰ Διονυσίου ζωγραφήματα τῶν Κολοφωνίων, ἰσχὺν ἔχοντα καὶ τόνον, ἐκβεβιασμένοις καὶ καταπόνοις ἔοικε Πλουτ. Τιμολ. 36· ἴδε Μυλλέρου Ἀρχαιολ. τῆς τέχνης § 135.―Ὁ τύπος ἐκβιάομαι εὕρηται ἐν Ἱππ. περὶ Τέχνης 7, ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
1 faire sortir de force : τῆς εὐθείας PLUT du droit chemin ; Pass. ὦ τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον SOPH ô arc arraché de mes mains;
2 produire péniblement en parl. d’œuvres d’art.
Étymologie: ἐκ, βιάζω.
Greek Monolingual
(AM ἐκβιάζω)
αναγκάζω με τη βία κάποιον να κάνει κάτι
νεοελλ.
1. περνώ από έναν τόπο απωθώντας τον εχθρό («εκβιάζω τα στενά»)
2. πετυχαίνω κάτι με εκβιαστικά μέσα («εκβιάζω τη μετάθεσή μου»)
3. χρησιμοποιώ εκβιαστικά μέσα
αρχ.
1. διώχνω, απομακρύνω με τη βία
2. αποσπώ με τη βία από τα χέρια κάποιου
3. ρίχνω κάτι μακριά, εξακοντίζω
4. εκμεταλλεύομαι
5. πιέζω με δύναμη
6. (για επιχείρημα, απόδειξη κ.λπ.) υποστηρίζω, επιμένω
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) εκβεβιασμένος
επεξεργασμένος με κόπο, εξεζητημένος.