οὐκέτι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(29)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐκέτι]] και οὐκ ἔτι (Α)<br /><b>επίρρ.</b> όχι πια, όχι [[πλέον]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[οὔπω]], που σημαίνει όχι [[ακόμη]].
|mltxt=[[οὐκέτι]] και οὐκ ἔτι (Α)<br /><b>επίρρ.</b> όχι πια, όχι [[πλέον]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[οὔπω]], που σημαίνει όχι [[ακόμη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐκέτι:''' ή οὐκἔτι, επίρρ., όχι [[πλέον]], όχι πια, όχι [[περαιτέρω]], αντίθ. προς το [[οὔπω]] (όχι [[ακόμη]]), σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐκέτι Medium diacritics: οὐκέτι Low diacritics: ουκέτι Capitals: ΟΥΚΕΤΙ
Transliteration A: oukéti Transliteration B: ouketi Transliteration C: ouketi Beta Code: ou)ke/ti

English (LSJ)

or οὐκ ἔτι, Adv.

   A no more, no longer, no further: and generally, not now, opp. οὔπω (not yet), freq. in Hom., Hes., Hdt., and Att.; οὐκέτι πάμπαν Il.13.701; οὐκέτι πάγχυ 19.343; with a word between, οὐ πάμπαν ἔτι 13.7; οὐ γὰρ ἔτι 2.13, 141, etc.—Sts. reversely, ἔτ' οὐκ S.Tr.161, cf. ἔτ' οὐδέν Id.Ph.1217 (lyr.); ἔτ' οὐδείς Ar.Pl.1177.

German (Pape)

[Seite 411] nicht mehr, nicht länger, ferner nicht, Hom. u. Folgde (vgl. μηκέτι); οὐκέτι πάμπαν, ganz u. gar nicht mehr, Il. 13, 701; οὐκέτ' ἐξ ἐλευθέρου δέρης ἀποιμώζουσι, Aesch. Ag. 328; φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, 1156; οὐκέτ' ἴσχω, Soph. Phil. 1083 u. öfter; ἐπεὶ ἐξῆλθεν, οὐκέτ' εἶδεν, El. 768; οὐκέτι ἔχω σοι λέγειν, Plat. Prot. 312 e; τ οῦτό σοι οὐκέτι οἷός τε ἔσομαι πείθεσθαι, Phaedr. 235 b; Xen. An. 2, 6, 3 u. öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

οὐκέτι: ἢ οὐκ ἔτι, Ἐπίρρ., ὄχι πλέον, οὐχὶ περαιτέρω, οὐχὶ τοῦ λοιποῦ, καὶ καθόλου, οὐχὶ πλέον, ἀντίθετον τῷ οὔπω (ὄχι ἀκόμη), συχνὸν παρ’ Ὀμ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· οὐκέτι πάμπαν Ἰλ. Ν. 701· οὐκέτι πάγχυ Τ. 343· μετὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ πάμπαν ἔτι Ν. 7· οὐ γὰρ ἔτι Β. 13, 141, κτλ.· ὡσαύτως, οὐδ’ ἔτι, καὶ οὐχὶ πλέον, Ὅμ. Ἑνίοτε καὶ τἀνάπαλιν, ἔτ’ οὐκ Σοφ. Τρ. 161· ἔτ’ οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1217· ἔτ’ οὐδεὶς Ἀριστοφ. Πλ. 1177. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κζ΄.

French (Bailly abrégé)

adv.
ne… plus : οὐκέτι πάμπαν IL, οὐκέτι πάγχυ IL plus du tout.
Étymologie: οὐκ, ἔτι.

English (Autenrieth)

no longer, no more.

English (Slater)

οὐκέτι
   1 no longer v. οὐ 5. c. “οὐκέτι τλάσομαι” (P. 3.40) ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (P. 4.243) οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.20) ]οὐκέτ' αὐτα[ Δ. 4 b. 6.

English (Strong)

also (separately) ouk eti from οὐ and ἔτι; not yet, no longer: after that (not), (not) any more, henceforth (hereafter) not, no longer (more), not as yet (now), now no more (not), yet (not).

English (Thayer)

(also written separately by st (generally), Tr (nine times in John), Tdf. (in οὐκ, ἔτι), an adverb which denies simply, and thus differs from μηκέτι (which see), no longer, no more, no further: οὐκέτι ἦλθον, I came not again (R. V. I forebore to come), οὐδέ ... οὐκέτι, οὐκ ... οὐκέτι, οὐδείς ... οὐκέτι, οὐκέτι ... οὐδέν, οὐκέτι ... οὐδένα, οὐκέτι οὐ μή, WH omits; L Tr brackets οὐκέτι); Tr omits); οὐδέ ... οὐκέτι οὐδείς, L T WH Tr text οὐκέτι is used logically (cf. Winer's Grammar, § 65,10); as, οὐκέτι ἐγώ for it cannot now be said ὅτι ἐγώ etc., Homer, Hesiod, Herodotus, others))

Greek Monolingual

οὐκέτι και οὐκ ἔτι (Α)
επίρρ. όχι πια, όχι πλέον, σε αντιδιαστολή προς το οὔπω, που σημαίνει όχι ακόμη.

Greek Monotonic

οὐκέτι: ή οὐκἔτι, επίρρ., όχι πλέον, όχι πια, όχι περαιτέρω, αντίθ. προς το οὔπω (όχι ακόμη), σε Όμηρ. κ.λπ.