ἐπιθυμέω: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θυμός]]), [[θέτω]] την [[ψυχή]] μου αποκλειστικά σε [[κάτι]], [[ποθώ]], [[λαχταρώ]], [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]], έχω τον πόθο, την [[επιθυμία]], με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. προσ., σε Ξεν.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., [[επιθυμώ]], [[ποθώ]], σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ = [[ἐπιθυμία]], [[προθυμία]], [[λαχτάρα]] για αυτόν, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θυμός]]), [[θέτω]] την [[ψυχή]] μου αποκλειστικά σε [[κάτι]], [[ποθώ]], [[λαχταρώ]], [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]], έχω τον πόθο, την [[επιθυμία]], με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. προσ., σε Ξεν.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., [[επιθυμώ]], [[ποθώ]], σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ = [[ἐπιθυμία]], [[προθυμία]], [[λαχτάρα]] για αυτόν, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθῡμέω:''' <b class="num">1)</b> (горячо) желать, стремиться (τινος Aesch., Plat., Arst. и ποιεῖν τι Her., Soph.): ἀλόγους ἐπιθυμίας ἐ. Arst. иметь неразумные желания; ἐ. ἔς τι ἀπικνέεσθαι Her. заставлять прибегнуть к чему-л.; τὸ ἐπιθυμοῦν Thuc. горячее желание; τὰ ἐπιθυμούμενα Plat. предмет желаний, желаемое;<br /><b class="num">2)</b> быть горячо привязанным или влюбленным (γυναικός Xen.; μειρακίου Lys.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθῡμέω Medium diacritics: ἐπιθυμέω Low diacritics: επιθυμέω Capitals: ΕΠΙΘΥΜΕΩ
Transliteration A: epithyméō Transliteration B: epithymeō Transliteration C: epithymeo Beta Code: e)piqume/w

English (LSJ)

   A set one's heart upon a thing, long for, covet, desire, c. gen. rei, Hdt.2.66, A.Ag.216, etc.: also c. gen. pers., Lys.3.5, X.An.4.1.14 (later c. acc. pers., [Men.] ap.Clem.Al.Strom.5.119, Tab.Defix. Aud.271.45 (Hadrumetum, iii A.D.)); of political attachments, τῶν ἡμετέρων πολεμίων And.4.28; ὀλιγαρχίας Lys.20.3: c. inf., desire to do, πλῶσαι Hdt.1.24; ἀπικνέεσθαι ib.116; περισσὰ δρᾶν S.Tr.617, etc.: abs., desire, covet, Th.6.92; ὁ ἀεὶ-ῶν Pl.Prt.313d, etc.; τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ, = ἐπιθυμία, eagerness for it, Th.6.24:—Pass., to be desired, τὰ ἐπιθυμούμενα Pl.Phlb.35d.

German (Pape)

[Seite 943] seine Begier auf Etwas richten, begehren, verlangen, τινός, Aesch. Ag. 209; c. inf., Soph. Tr. 614; ἐπιθυμῶ εἰδέναι Plat. Gorg. 474 c; τὸ ἀνόμοιον ἀνομοίων ἐπιθυμεῖ καὶ ἐρᾷ Conv. 186 b; τῆς σοφίας Phaed. 96 a; τὰ ἐπιθυμούμενα Phil. 35 d; Folgde; τὸ ἐπιθυμοῦν, die Begierde, das Verlangen, τοῦ πλοῦ Thuc. 6, 24. – Auch wie ἐρᾶν, γυναικὸς ἢ παιδός, Xen. An. 4, 1, 14 u. öfter; auch von Thieren, οἱ ὄνοι οὐκ ἐπιθυμοῦσιν ἵππων D. Chrys.; – ἐπιθυμίαν, LXX.; Sp., wie Men. bei Clem. Al. 605 d, construiren es auch mit dem acc.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
désirer : τινος qch ; avec un rég. de pers. : ἐπ. τινος ou τινα désirer qqn, s’attacher à qqn.
Étymologie: ἐπί, θυμός.

English (Strong)

from ἐπί and θυμός; to set the heart upon, i.e. long for (rightfully or otherwise): covet, desire, would fain, lust (after).

English (Thayer)

ἐπιθύμω; (imperfect ἐπεθύμουν); future ἐπιθυμήσω; 1st aorist ἐπεθύμησα; (θυμός); from Aeschylus down; the Sept. for אִוָּה and חָמַד; properly, "to keep the θυμός turned upon a thing, hence (cf. our to set one's heart upon) to have a desire for, long for; absolutely, to desire (A. V. lust"), to lust after, covet, of those who seek things forbidden, κατά τίνος, to have desires opposed to (A. V. lust against) a thing (Buttmann, 335 (288)); τίνος, to long for, covet a thing, γυναικός, (see below) (παιδός ἤ γυναικός, Xenophon, an. 4,1, 14; with the genitive also in L Tr (WH brackets), and without an object Tdf. (Winer's Grammar, § 30,10b.); as often in Greek writings, followed by the infinitive: ἐπιθυμία ἐπεθύμησα I have greatly desired, Winer s Grammar, § 54,3; Buttmann, § 133,22a.

Greek Monotonic

ἐπιθῡμέω: μέλ. -ήσω (θυμός), θέτω την ψυχή μου αποκλειστικά σε κάτι, ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ σφόδρα, έχω τον πόθο, την επιθυμία, με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. προσ., σε Ξεν.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., επιθυμώ, ποθώ, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ = ἐπιθυμία, προθυμία, λαχτάρα για αυτόν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθῡμέω: 1) (горячо) желать, стремиться (τινος Aesch., Plat., Arst. и ποιεῖν τι Her., Soph.): ἀλόγους ἐπιθυμίας ἐ. Arst. иметь неразумные желания; ἐ. ἔς τι ἀπικνέεσθαι Her. заставлять прибегнуть к чему-л.; τὸ ἐπιθυμοῦν Thuc. горячее желание; τὰ ἐπιθυμούμενα Plat. предмет желаний, желаемое;
2) быть горячо привязанным или влюбленным (γυναικός Xen.; μειρακίου Lys.).