ἐποικέω: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔποικος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ως [[μετανάστης]] ή ως [[έποικος]] σε ένα [[μέρος]], εγκαθίσταμαι σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ευρ.· <i>ἐν τόπῳ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις [[εναντίον]], [[ὑμῖν]], σε Θουκ. — Παθ., ἡ [[Δεκέλεια]] τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η [[Δεκέλεια]] έχει καταληφθεί ως [[βάση]] επιχειρήσεων [[εναντίον]] της χώρας, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐποικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔποικος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ως [[μετανάστης]] ή ως [[έποικος]] σε ένα [[μέρος]], εγκαθίσταμαι σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ευρ.· <i>ἐν τόπῳ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις [[εναντίον]], [[ὑμῖν]], σε Θουκ. — Παθ., ἡ [[Δεκέλεια]] τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η [[Δεκέλεια]] έχει καταληφθεί ως [[βάση]] επιχειρήσεων [[εναντίον]] της χώρας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποικέω:''' <b class="num">1)</b> селиться, населять, жить (ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> колонизовать, заселять (Κυκλάδας Eur.);<br /><b class="num">3)</b> воен. занимать (в качестве операционной базы): ἡ [[Δεκέλεια]] φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян).
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικέω Medium diacritics: ἐποικέω Low diacritics: εποικέω Capitals: ΕΠΟΙΚΕΩ
Transliteration A: epoikéō Transliteration B: epoikeō Transliteration C: epoikeo Beta Code: e)poike/w

English (LSJ)

   A go as settler or colonist to a place, settle in a place, c. acc., Κυκλάδας E.Ion1583 ; Βοιωτίαν Str.9.2.25 ; also ἐν τῇ Ἀσίᾳ X.Cyr. 6.2.10 : abs., Pl.Lg.752e.    II to be settled near or with hostile views against, ὑμῖν Th.6.86:—Pass., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Decelea was occupied as the seat of offensive operations against their country, Id.7.27.

German (Pape)

[Seite 1006] noch dazu bewohnen, d. h. als Ansiedler, Kolonist sich an einem Orte, der schon bewohnt ist, niederlassen, Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Eur. Ion 1583; absol., Plat. Legg. VI, 752 e; auch τοὺς Ἅλληνας τοὺς ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐποικοῦντας, die da als Ansiedler wohnen, Xen. Cyr. 6, 2, 10 u. A. – Bei Thuc. 7, 27 heißt es von Dekelea: φρου ραῖς ὑπὸ τῶν πόλεων κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἐπιουσῶν τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, es wurde besetzt gehalten von den Bundesgenossen der Lacedämonier, die also auf fremdem Gebiete sich niederließen; vgl. 6, 86 ἐποικοῦντες ὑμῖν, Schol. ἐφεδρεύοντες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικέω: ὑπάγω ὡς ἔποικος εἴς τινα τόπον, μετ᾿ αἰτ., Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Εὐρ. Ἴων 1583· Βοιωτίαν Στράβ. 410· ὡσαύτως, ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ξεν. Κυρ. 6. 2, 10· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 752Ε. ΙΙ. ἐγκαθίσταμαι πλησίον ἢ ἔχων ἐχθρικοὺς σκοποὺς ἐναντίον τινός, ὑμῖν Θουκ. 6. 86· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, ἡ Δεκέλεια κατῳκεῖτο ὑπὸ τῶν πολεμίων ὡς ὁρμητήριον ἐπιδρομῶν κατὰ τῆς χώρας (δηλ. τῆς Ἀττικῆς), Θουκ. 7. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’établir comme colon;
2 occuper un lieu pour en faire une base d’opérations contre le pays d’alentour.
Étymologie: ἐπί, οἰκέω.

Greek Monotonic

ἐποικέω: μέλ. -ήσω (ἔποικος
I. πηγαίνω ως μετανάστης ή ως έποικος σε ένα μέρος, εγκαθίσταμαι σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Ευρ.· ἐν τόπῳ, σε Ξεν.
II. εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις εναντίον, ὑμῖν, σε Θουκ. — Παθ., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η Δεκέλεια έχει καταληφθεί ως βάση επιχειρήσεων εναντίον της χώρας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποικέω: 1) селиться, населять, жить (ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.);
2) колонизовать, заселять (Κυκλάδας Eur.);
3) воен. занимать (в качестве операционной базы): ἡ Δεκέλεια φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян).