πολυτελής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠτελής:''' -ές ([[τέλος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[ακριβός]], [[πολυδάπανος]], αντίθ. προς το [[εὐτελής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξοδεύει [[πολλά]], [[σπάταλος]], [[πολυτελής]], σε Μένανδρ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-λέστατα</i>, με τον πιο δαπανηρό τρόπο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πολῠτελής:''' -ές ([[τέλος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[ακριβός]], [[πολυδάπανος]], αντίθ. προς το [[εὐτελής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξοδεύει [[πολλά]], [[σπάταλος]], [[πολυτελής]], σε Μένανδρ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-λέστατα</i>, με τον πιο δαπανηρό τρόπο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτελής:''' <b class="num">1)</b> дорогостоящий, вводящий в большие расходы ([[πόλεμος]] Thuc.; παρασκευαί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> драгоценный ([[νάρδος]] NT);<br /><b class="num">3)</b> роскошный, пышный ([[οἰκίη]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> много тратящий, расточительный ([[γυνή]] Men.);<br /><b class="num">5)</b> богато устроенный, прекрасно оснащенный (ἡ τοῦ ὁρᾶν [[δύναμις]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτελής Medium diacritics: πολυτελής Low diacritics: πολυτελής Capitals: ΠΟΛΥΤΕΛΗΣ
Transliteration A: polytelḗs Transliteration B: polytelēs Transliteration C: polytelis Beta Code: polutelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος)

   A very expensive, costly, opp. εὐτελής, οἰκίη Hdt.4.79; τράπεζα Democr.210; παρακομιδή Th.7.28; ζῶναι Pl.Hp.Mi.368c; παρασκευαί X.Hier.1.20 (Comp.); π. νεκρός honoured with a costly funeral, Men. Per.Fr.2; λίθοι, λιθεία, precious stones, OGI90.34 (Rosetta, ii B.C.), 132 (Egypt, ii B.C.): generally, valuable, -εστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν . . δύναμιν ἐδημιούργησεν Pl.R.507c; -έστατον ζῷον, v.l. for πολυφρονέστατον, Euryph. ap. Stob.4.39.27.    II of persons, lavish, extravagant, coupled with ἄσωτος, Men.615; γυνὴ π. ἐστ' ὀχληρόν Id.325.7; ἑταίρα π. Id.824; π. τῷ βίῳ Antiph.80.5. Adv. -λῶς Eup.335, Lys.7.31, X.Mem.3.11.4: Sup., τὰ -λέστατα in the costliest manner, Hdt.2.87.

German (Pape)

[Seite 674] ές, 1) viel aufwendend, kostbar, prächtig lebend, Pol. 8, 11, 7. – 2) was viel Aufwand erfordert, kostbar; Her. 4, 79; Thuc. 7, 27; πομπαὶ καὶ θυσίαι, Plat. Alc. II, 149 c; superl., Rep. VI, 507 c; Xen. u. Folgde; δύναμις, Pol. 2, 23, 1 u. sonst; auch adv., πολυτελῶς κατεσκεύασται τὰ βασίλεια, Pol. 10, 10, 9; πολυτελέστερον ζῆν, ib. 25, 5; πολυτελέστατα, Her. 2, 86.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτελής: -ές, (τέλος) ὡς καὶ νῦν, πολὺ δαπανηρός, πολυδάπανος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελής, οἰκίη Ἡρόδ. 4. 79· πόλεμος Θουκ. 7. 28· ζῶναι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C· παρασκευαὶ Ξεν. Ἱέρων 1. 20, κτλ.· πολυτελὴς νεκρός, τιμώμενος διὰ πολυτελοῦς κηδείας, Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 2· καθόλου, πολύτιμος, βαρύτιμος, πολυτελεστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν... δύναμιν ἐδημιούργησεν Πλάτ. Πολ. 507C, πρβλ. Εὐρύφαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 103, 27. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλὰ δαπανῶν, σπάταλος, ἀλλὰ ἠπιώτερον τοῦ ἄσωτος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 137· γυνὴ π. ἐστ’ ὀχληρὸν ὁ αὐτ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 6, πρβλ. Ἄδηλ. 228· π. τῷ βίῳ Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 5. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Λυσ. 111. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· ὑπερθ. -λέστατα, κατὰ τρόπον δαπανηρότατον, Ἡρόδ. 2. 86. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυτελῆ· πολυδάπανα, ἢ τὰ πολλοῦ ἄξια, ἤγουν τίμια».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui exige de grandes dépenses, coûteux ; magnifique.
Étymologie: πολύς, τέλος.

English (Strong)

from πολύς and τέλος; extremely expensive: costly, very precious, of great price.

English (Thayer)

πολυτελές (πολύς, and τέλος cost) (from Herodotus down), precious;
a. requiring great outlay, very costly: Thucydides and following; the Sept.)
b. excellent, of surpassing value (A. V. of great price): Plato, others.))

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα από ό,τι χρειάζεται για την απλή εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο προορίζεται («πολυτελές ξενοδοχείο»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ξοδεύει πολλά, σπάταλος, πολυέξοδος («γυνὴ πολυτελής ἐστ' ὀχληρόν», Μέν.)
2. (για νεκρό) αυτός που τιμάται με πολυδάπανη, μεγαλόπρεπη κηδεία
3. πολύτιμος, βαρύτιμος («περιαπτομένην λίθους πολυτελεῖς», Πλούτ.)
4. εξαιρετικά επωφελής, πολύ χρήσιμος.
επίρρ...
πολυτελώς / πολυτελῶς ΝΜΑ
με πολυτελή, δαπανηρό τρόπο, με πολυτέλεια («ζει πολυτελώς»)
αρχ.
με μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ισο-τελής].

Greek Monotonic

πολῠτελής: -ές (τέλος),
I. πολύ ακριβός, πολυδάπανος, αντίθ. προς το εὐτελής, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξοδεύει πολλά, σπάταλος, πολυτελής, σε Μένανδρ. κ.λπ.· επίρρ. -λῶς, σε Ξεν.· υπερθ. -λέστατα, με τον πιο δαπανηρό τρόπο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυτελής: 1) дорогостоящий, вводящий в большие расходы (πόλεμος Thuc.; παρασκευαί Xen.);
2) драгоценный (νάρδος NT);
3) роскошный, пышный (οἰκίη Her.);
4) много тратящий, расточительный (γυνή Men.);
5) богато устроенный, прекрасно оснащенный (ἡ τοῦ ὁρᾶν δύναμις Plat.).