κατακαυχάομαι: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(2b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακαυχάομαι:''' <b class="num">1)</b> хвастаться, кичиться (τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> быть выше, превосходить (κατακαυχᾶται [[ἔλεος]] κρίσεως NT). | |elrutext='''κατακαυχάομαι:''' <b class="num">1)</b> хвастаться, кичиться (τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> быть выше, превосходить (κατακαυχᾶται [[ἔλεος]] κρίσεως NT). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-καυχάομαι zich superieur voelen aan, met gen.:; μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων voel u niet superieur aan de takken NT Rom. 11.18; overdr.: κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως barmhartigheid overwint het oordeel NT Iac. 2.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A boast against one, exult over him, τινος Ep.Rom. 11.18, Eust.ad D.P.Prooem.p.67 B.; κατά τινος Ep.Jac.3.14: metaph., -καυχᾶται ἔλεος κρίσεως ib.2.13; κ. ἔν τινι to glory in it, LXX Za.10.12.
German (Pape)
[Seite 1352] dep. med., sich gegen Einen brüsten, ihn geringschätzig behandeln, τινός, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακαυχάομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι ἐναντίον τινός, ὑπερηφανεύομαι, τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον περί τινος, τινος αὐτόθι β΄, 13· κατ. ἔν τινι, ὑπερηφανεύομαι ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
traiter avec hauteur.
Étymologie: κατά, καυχάομαι.
English (Strong)
from κατά and καυχάομαι; to exult against (i.e. over): boast (against), glory, rejoice against.
English (Thayer)
κατακαυχωμαι, 2nd person singular κατακαυχᾶσαι (contracted from κατακαυχαεσαι) for the Attic κατακαυχα (Winer s Grammar, § 13,2b.; (Buttmann, 42 (37); Sophocles Lexicon, Introduction, p. 40f; Tdf. Proleg., p. 123 f); Lob. ad Phryn., p. 360), imperative 2nd person singular κατακαυχῶ (κατά against (cf. κατά, III:7)); properly, to glory against, to exult over, to boast oneself to the injury of(a person or a thing): τίνος, Tdf. in κατά τίνος, ibid. R G L Tr WH (Buttmann, 185 (160); Winer's Grammar, § 30,9b. (cf. 432 (402))); ἔλεος (equivalent to ὁ ἐλεῶν) κατακαυχᾶται κρίσεως, mercy boasts itself superior to judgment, i. e. full of glad confidence has no fear of judgment, Jeremiah 50:10,38>), not found in secular authors.)
Greek Monotonic
κατακαυχάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., καυχιέμαι εναντίον κάποιου, υπερηφανεύομαι, τινος ή κατά τινος, σε Καινή Διαθήκη· δεν έχω φόβο για..., δεν φοβάμαι, τινος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κατακαυχάομαι: 1) хвастаться, кичиться (τινος NT);
2) быть выше, превосходить (κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-καυχάομαι zich superieur voelen aan, met gen.:; μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων voel u niet superieur aan de takken NT Rom. 11.18; overdr.: κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως barmhartigheid overwint het oordeel NT Iac. 2.13.