στελεά: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(38)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. στελεή και [[στειλειή]] και [[στειλέα]], ἡ, Α<br />[[ξύλινος]] [[στειλεός]], ξύλινη [[λαβή]] εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>στελ</i>-<i>εά</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δωρ</i>-<i>εά</i>, <i>νευρ</i>-<i>ειή</i>) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>στέλος</i> και συνδέονται με τα αρμ. <i>stetn</i>, <i>stetun</i>-<i>k</i> «[[κορμός]], [[κλαδί]]» και αγγλοσαξ. <i>stela</i> «[[στέλεχος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέλεχος]]). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. [[στελεά]] / [[στειλειή]] μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους <i>στελ</i>-<i>εός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εός</i>), [[στειλεός]], <i>στειλ</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i> και το νεοελλ. <i>στελιός</i>, με [[συνίζηση]], [[καθώς]] και οι τ. ουδ. γένους <i>στελ</i>-<i>εόν</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εόν</i>). Αρχικοί, [[τέλος]], θεωρούνται οι τ. με θ. <i>στελ</i>-, ενώ ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>στει</i> οφείλεται [[προφανώς]] σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και επικ. τ. στελεή και [[στειλειή]] και [[στειλέα]], ἡ, Α<br />[[ξύλινος]] [[στειλεός]], ξύλινη [[λαβή]] εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>στελ</i>-<i>εά</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δωρ</i>-<i>εά</i>, <i>νευρ</i>-<i>ειή</i>) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>στέλος</i> και συνδέονται με τα αρμ. <i>stetn</i>, <i>stetun</i>-<i>k</i> «[[κορμός]], [[κλαδί]]» και αγγλοσαξ. <i>stela</i> «[[στέλεχος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέλεχος]]). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. [[στελεά]] / [[στειλειή]] μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους <i>στελ</i>-<i>εός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εός</i>), [[στειλεός]], <i>στειλ</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i> και το νεοελλ. <i>στελιός</i>, με [[συνίζηση]], [[καθώς]] και οι τ. ουδ. γένους <i>στελ</i>-<i>εόν</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εόν</i>). Αρχικοί, [[τέλος]], θεωρούνται οι τ. με θ. <i>στελ</i>-, ενώ ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>στει</i> οφείλεται [[προφανώς]] σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
{{elnl
|elnltext=στελεά -ᾶς, ἡ, ep. στειλειή en στελεή, steel (van een bijl):. οὐκ ἤμβροτε... πρώτης στειλειῆς hij miste niet het boveneind van de steel (met zijn pijlschot) Od. 21.422.
}}
}}

Revision as of 09:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στελεά Medium diacritics: στελεά Low diacritics: στελεά Capitals: ΣΤΕΛΕΑ
Transliteration A: steleá Transliteration B: stelea Transliteration C: stelea Beta Code: stelea/

English (LSJ)

ἡ,

   A haft, shaft, [στυρακίου] Aen.Tact.18.10 (unless = socket); Ep. στελεή, τυπίδος A.R.4.957: also στειλειή, haft of an axe, Od.21.422, v.l.in Nic.Th.387.    II metaph., στειλέαν,= τὴν μακρὰν ῥάφανον, Antiph. (Fr.121?) ap. Hsch. (cf. στελεός). (The statement of Hsch., EM726.52, Eust.1531.37, that στειλειή = hole in the axe-head, may be due to a misunderstanding of Od. l.c.) (With στελεά, στελεόν, στελεός, cf. OE. stela 'stem, stalk', Engl. (dial.) steal 'handle of a hammer, axe, rake, etc., shaft of an arrow or javelin'.)

German (Pape)

[Seite 933] ἡ, ion. σ τελεή, = στειλειή, Ap. Rh. 4, 957.

Greek (Liddell-Scott)

στελεά: Ἰων. -εή, ἴδε ἐν λ. στειλειή.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
manche d’un outil.
Étymologie: DELG se rattache à στέλλω.

Greek Monolingual

και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α
ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ-εά / στειλ-ειή (πρβλ. δωρ-εά, νευρ-ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun-k «κορμός, κλαδί» και αγγλοσαξ. stela «στέλεχος» (βλ. και λ. στέλεχος). Η αναγωγή τών τ. στη ρίζα stel- του στέλλω, αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. στελεά / στειλειή μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους στελ-εός (πρβλ. κολ-εός), στειλεός, στειλ-ειός, στελ-ειός και το νεοελλ. στελιός, με συνίζηση, καθώς και οι τ. ουδ. γένους στελ-εόν / στειλ-ειόν (πρβλ. κολ-εόν). Αρχικοί, τέλος, θεωρούνται οι τ. με θ. στελ-, ενώ ο μακρός φωνηεντισμός στει οφείλεται προφανώς σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στελεά -ᾶς, ἡ, ep. στειλειή en στελεή, steel (van een bijl):. οὐκ ἤμβροτε... πρώτης στειλειῆς hij miste niet het boveneind van de steel (met zijn pijlschot) Od. 21.422.