εὐτραπελία: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτρᾰπελία''': ἡ, ἡ [[φύσις]], τὸ [[ἰδίωμα]] τοῦ εὐτραπέλου, εὐφυΐα, [[ἀστειότης]], ζωηρότης, Λατ. urbanitas, Ἱππ. 24. 3 ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους ὁριζομένη ὡς πεπαιδευμένη [[ὕβρις]] Ρητ. 2. 12, 16 (ἴδε ἐν λ. [[εὐτράπελος]]) | |lstext='''εὐτρᾰπελία''': ἡ, ἡ [[φύσις]], τὸ [[ἰδίωμα]] τοῦ εὐτραπέλου, εὐφυΐα, [[ἀστειότης]], ζωηρότης, Λατ. urbanitas, Ἱππ. 24. 3 ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους ὁριζομένη ὡς πεπαιδευμένη [[ὕβρις]] Ρητ. 2. 12, 16 (ἴδε ἐν λ. [[εὐτράπελος]])· [[οὕτως]], ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτρ. Πλουτ. Ἀντ. 43. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = [[βωμολοχία]], Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A ready wit, liveliness, Hp.Decent.7, Pl.R.563a, Posidipp.28.5, Cic.Fam.7.32.1, D.S.15.6: pl., pleasantries, Demetr.Eloc.177; defined by Arist. as πεπαιδευμένη ὕβρις, Rh.1389b11, cf. EN1108a24; ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐ. Plu.Ant.43. 2 rarely in bad sense, = βωμολοχία, Ep.Eph.5.4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰπελία: ἡ, ἡ φύσις, τὸ ἰδίωμα τοῦ εὐτραπέλου, εὐφυΐα, ἀστειότης, ζωηρότης, Λατ. urbanitas, Ἱππ. 24. 3 ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους ὁριζομένη ὡς πεπαιδευμένη ὕβρις Ρητ. 2. 12, 16 (ἴδε ἐν λ. εὐτράπελος)· οὕτως, ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτρ. Πλουτ. Ἀντ. 43. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολοχία, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
disposition à plaisanter agréablement, plaisanterie aimable et spirituelle, enjouement.
Étymologie: εὐτράπελος.
English (Strong)
from a compound of εὖ and a derivative of the base of τροπή (meaning well-turned, i.e. ready at repartee, jocose); witticism, i.e. (in a vulgar sense) ribaldry: jesting.
English (Thayer)
ἐυτραπελιας, ἡ (from εὐτράπελος, from εὖ, and τρέπω to turn: easily turning; nimble-witted, witty, sharp), pleasantry, humor, facetiousness (Hippocrates), Plato, rep. 8, p. 563a.; Diodorus 15,6; 20,63; Josephus, Antiquities 12,4, 3; Plutarch, others); in a bad sense, scurrility, ribaldry, low jesting (in which there is some acuteness): Aristotle, eth. 2,7, 13; (ἡ εὐτραπελία πεπαιδευμενη ὕβρις ἐστιν, rhet. 2,12, 16 (cf. Cope, in the place cited); cf. Trench, § xxxiv.; Matt. Arnold, Irish Essays etc., p. 187ff (Speech at Eton) 1882).
Greek Monolingual
η (Α εὐτραπελία) ευτράπελος
το ήθος, η ιδιότητα του ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι
η ευθυμία, οι αστειότητες
2. (με κακή σημ.) βωμολοχία.
Greek Monotonic
εὐτρᾰπελία: ἡ,
1. πνεύμα, χιούμορ, ζωηρότητα, ζωντάνια, Λατ. urbanitas, σε Αριστ., Πλούτ.
2. με αρνητική σημασία, προστυχιά, βρωμιά, αισχρολογία, βωμολοχία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
εὐτρᾰπελία: ἡ реже pl.
1) остроумие, шутливость Plat., Arst., Diod., Plut.;
2) балагурство, шутовство NT.