χιλιόπαλαι: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χῑλιόπᾰλαι:''' adv. шутл. тысячу раз давно, давным-давно Arph. | |elrutext='''χῑλιόπᾰλαι:''' adv. шутл. тысячу раз давно, давным-давно Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />a [[thousand]] times [[long]] ago, [[long]] [[long]] ago, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A long long ago, Com. word, Ar.Eq.1155.
German (Pape)
[Seite 1356] adv., vor sehr langer Zeit, zur komischen Steigerung gebildet von Ar. Equ. 1151.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόπᾰλαι: ἐπίρρ. χιλιάκις πάλαι, πρὸ ἀναριθμήτων ἐτῶν, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1155.
French (Bailly abrégé)
adv.
il y a mille fois longtemps, il y a très longtemps, il y a mille ans.
Étymologie: χίλιοι, πάλαι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πριν από πάρα πολύ χρόνο, πριν από αναρίθμητα έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το χιλι(ο)- + πάλαι.
Greek Monotonic
χῑλιόπᾰλαι: επίρρ., χίλιες φορές πριν από πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια πριν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιόπᾰλαι: adv. шутл. тысячу раз давно, давным-давно Arph.