ἀναλογίζομαι: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναλογίζομαι:''' <b class="num">1)</b> прикидывать, подсчитывать, сводить воедино (τὰ ὡμολογημένα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> подмечать, учитывать (τὰ [[δεινά]] Xen.): ἀ. τι πρός τι Plat., Arst. рассматривать что-л. в соотношении с чем-л.; τὰ εἰρημένα ἀναλογισάμενοι Lys. приняв во внимание сказанное;<br /><b class="num">3)</b> предполагать, приходить к выводу (ὅτι … Thuc.; ὡς … Xen.). | |elrutext='''ἀναλογίζομαι:''' <b class="num">1)</b> прикидывать, подсчитывать, сводить воедино (τὰ ὡμολογημένα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> подмечать, учитывать (τὰ [[δεινά]] Xen.): ἀ. τι πρός τι Plat., Arst. рассматривать что-л. в соотношении с чем-л.; τὰ εἰρημένα ἀναλογισάμενοι Lys. приняв во внимание сказанное;<br /><b class="num">3)</b> предполагать, приходить к выводу (ὅτι … Thuc.; ὡς … Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> Dep., to [[reckon]] up, sum up, Plat., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[calculate]], [[consider]], τι Thuc.<br /><b class="num">3.</b> foll. by a Conj., ἀναλ. ὡς, ὅτι, to [[recollect]] that, Thuc., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A reckon up, sum up, τὰ ὡμολογημένα Pl.Prt.332d, cf. R.330e: abs., ἐκ τῶν προειρημένων ἀ. ib.524d; τὰ δεινά X.Mem.2.1.4, cf. Ep.Heb.12.3; τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα ἀ. calculate the past and the present in comparison with the future, Pl.Tht.186a; ἀ. τι πρός τι Arist.Pol. 1320b20; ἐκ τούτων ἀ. make calculations from... Id.Cael.293a33; infer, Epicur.Nat.14.4, Phld.D.1.13, Diog.Oen.Fr.38. 2 calculate, consider, Th.5.7, Lys.14.47. 3 foll. by a Conjunction, ἀ. ὡς . . calculate or reflect that, Th.8.83, X.HG2.4.23, etc.; take into account, Phld.Herc.1251.5. 4 recapitulate, Hyp.Phil.4.
German (Pape)
[Seite 196] med., bei sich überrechnen, zusammenrechnen, zusammenfassen, τὰ ὡμολογημένα, Plat. Prot. 332 d; τοὺς τόκους, die Zinsen, κατ' ὄνομα, namentlich aufzählen, Strato bei Ath. IX, 882 c; überlegen, erwägen, neben σκοπεῖν, Plat. Crat. 899 c; Thuc. 5, 7; ὅτι, 8, 83; ἀναλογιζομένη ἐν ἑαυτῇ τὰ γεγονότα πρὸς τὰ μέλλοντα, die Vergangenheit mit der Zukunft zusammenhalten, um ihr Verhältniß zu einander zu beurtheilen, Plat. Theaet. 186 a; ähnl. bei Sp. – Xen. Mem. 2, 1, 4 von Rebhühnern, τὰ δεινὰ ἀναλ., die Gefahr bemerken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογίζομαι: ἀποθ., λογαριάζω κατ’ ἐμαυτόν, συγκεφαλαιῶ, ἀναλογίζομαι, τὰ ὡμολογημένα Πλάτ. Πρωτ. 332C, πρβλ. Πολ. 474D· τὰ δεινὰ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα ἀναλ., ὑπολογίζω τὰ παρόντα ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ μέλλοντα, Πλάτ. Θεαίτ. 186Α· ἀναλ. τι πρός τι Ἀριστ. Πολιτ. 6. 6, 1· ἐκ τούτων ἀναλ. = ὑπολογίζω ἐκ τούτων, ὁ αὐτ. Οὐρ. 2. 13, 3. 2) ὑπολογίζω, ἐξετάζω, θεωρῶ τι, Θουκ. 5. 7, Λυσ. 144. 10. 3) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον παρακολουθεῖται ὑπὸ συνδέσμου, ἀναλ. ὡς .. ὅτι .., ἀναλογίζομαι, σκέπτομαι, ἐνθυμοῦμαι ὅτι .., Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23, κτλ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνελογιζόμην, f. ἀναλογιοῦμαι, ao. ἀνελογισάμην, pf. inus.
1 raisonner ou conjecturer par analogie;
2 p. ext. calculer, conjecturer.
Étymologie: ἀνάλογος.
Spanish (DGE)
I c. idea de proporción
1 calcular, considerar paralelamente καὶ τὰ εἰρημένα καὶ τὰ παραλελειμμένα Lys.14.47, τὰ δεινά X.Mem.2.1.4, συμφοράς Isoc.8.142, ἀδικίας Plb.10.37.10, τὸ μέγεθος τοῦ διείργοντος πελάγους D.S.20.8, τὰ πεπραγμένα Luc.Tox.17, τὴν ... εὔνοιαν LXX 3Ma.7.7, τὸ σημεῖον Plu.Ant.75, cf. Ep.Hebr.12.3
•en v. pas. ἓν τῶν ἀναλελογισμένων Phld.D.1.13.29
•c. πρός y ac. comparar τὴν ἐκείνου ἡγεμονίαν πρὸς οἵαν ἐμπειρίαν Th.5.7, τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα Pl.Tht.186a, ἑκάστην ὀλιγαρχίαν πρὸς τὴν ἐναντίαν δημοκρατίαν Arist.Pol.1320b20
•c. ἐκ y gen. inferir ἐκ τούτων Arist.Cael.293a33, ἐκ τῆς φαντασίας Epicur.Fr.[29] 25.14, cf. Diog.Oen.38.3.13.
2 echar cuentas, arreglar cuentas ὅπως ... [ἐπαν] αγκασθῶσι ἀ[ν] αλογισαμέν[ο] υς μοι ... [ἀποδο] ῦναί μοι para que ... se les obligue a echar cuentas conmigo ... y devolverme, PTeb.183 (II a.C.)
•en v. pas. contar, calcular ἀναλογιζομένων τῶν χρόνων UPZ 162.5.30 (II a.C.).
II gener.
1 reflexionar οὐδὲν ἐπισκοπεῖ οὐδὲ ἀναλογίζεται Pl.Cra.399c, περὶ τοῦ βελτίονος Pl.R.441b, τὴν ἄγνοιαν Isoc.15.130
•c. ὡς complet., Th.8.83
•c. εἰ: ἀναλογιζόμενον εἴ τι τῶν παθῶν γέγονε μαλακώτερον Plu.2.42a
•abs. Pl.R.524d, X.HG 2.4.23.
2 recapitular τὰ ὡμολογημένα ἡμῖν Pl.Prt.332d, τὰ ... ῥηθέντα Pl.R.618c, cf. I.AI 4.312
•abs. Hyp.Phil.4.
English (Strong)
middle voice from ἀναλογία; to estimate, i.e. (figuratively) contemplate: consider.
English (Thayer)
1st aorist ἀνελογισάμην; deponent middle to think over, ponder, consider: commonly with the accusative of the thing, but in Plato and Xenophon down.)
Greek Monolingual
(Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι)
1. σκέφτομαι γεγονότα του παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ
2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω
αρχ.
1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω
2. κάνω μαθηματικόν υπολογισμό
3. υπολογίζω, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λογίζομαι < λόγος.
ΠΑΡ. αναλογισμός
αρχ.
ἀναλόγισμα.
Greek Monotonic
ἀναλογίζομαι: μέλ. Αττ. -λογιοῦμαι, αποθ.,
1. συγκεφαλαιώνω, αναλογίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
2. υπολογίζω, εξετάζω, σκέφτομαι, τι, σε Θουκ.
3. ακολουθ. από σύνδ., ἀναλ. ὡς, ὅτι, αναλογίζομαι, ενθυμούμαι ότι, στον ίδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογίζομαι: 1) прикидывать, подсчитывать, сводить воедино (τὰ ὡμολογημένα Plat.);
2) подмечать, учитывать (τὰ δεινά Xen.): ἀ. τι πρός τι Plat., Arst. рассматривать что-л. в соотношении с чем-л.; τὰ εἰρημένα ἀναλογισάμενοι Lys. приняв во внимание сказанное;
3) предполагать, приходить к выводу (ὅτι … Thuc.; ὡς … Xen.).
Middle Liddell
1. Dep., to reckon up, sum up, Plat., Xen.
2. to calculate, consider, τι Thuc.
3. foll. by a Conj., ἀναλ. ὡς, ὅτι, to recollect that, Thuc., Xen.