κάρτος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(nl) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος. | |elnltext=κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κάρτος]], εος, [epic for [[κράτος]]<br />[[strength]], [[vigour]], [[courage]], Hom., Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 9 January 2019
English (LSJ)
εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2),
A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.
Greek (Liddell-Scott)
κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.
English (Autenrieth)
see κράτος.
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.
Greek Monolingual
κάρτος, τὸ (Α)
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος.
Greek Monotonic
κάρτος: -εος, τό, Επικ. αντί κράτος, δοτ. κάρτεϊ, δύναμη, ρώμη, ακμή, σθένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κάρτος: εος τό эп.-ион. (= κράτος) сила, мощь, мужество (χειρῶν Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.
Middle Liddell
κάρτος, εος, [epic for κράτος
strength, vigour, courage, Hom., Hes.