παραθήκη: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(1ba) |
(c2) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παρα-[[θήκη]], ἡ,<br />[[anything]] entrusted to one, a [[deposit]], Hdt.: of persons, a [[hostage]], Hdt. | |mdlsjtxt=παρα-[[θήκη]], ἡ,<br />[[anything]] entrusted to one, a [[deposit]], Hdt.: of persons, a [[hostage]], Hdt. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':paraq»kh 爬拉-帖咳<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':在旁-安放<p>'''字義溯源''':存放,交付,託付;源自([[παρατίθημι]])=交託);由([[παρά]])*=旁,出於)與([[τίθημι]])*=設立,安放)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);提後(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 託付(1) 提後1:12 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 October 2019
English (LSJ)
ἡ,
A anything entrusted to one. deposit, Hdt.6.86, 9.45, BGU1004.15 (iii B. C.), LXX Le.6.2 (5.21), Ps.-Phoc.135, Ostr.Bodl.i 274 (i B. C.), SIG742.51 (Ephesus, i B. C.); of persons, hostage, Hdt.6.73.
German (Pape)
[Seite 479] ἡ, 1) das Zugelegte od. die Zulage, der Zusatz, Sp. – 2) das bei Einem Niedergelegte, ihm Anvertrau'te, Pfand, Depositum, nach den Atticisten unattisch für παρακαταθήκη; Her. 9, 45 παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι; auch von Menschen, Geißel, 6, 73; Phocyl. 127 u. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 312.
Greek (Liddell-Scott)
παραθήκη: ἡ, πᾶν ὅ,τι τίθεται πλησίον τινός, προσθήκη, παράρτημα, Πλούτ. 2. 855D. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ἐμπεπιστευμένον εἴς τινα, ἀλλαχοῦ παρακαταθήκη, Ἡρόδ. 9. 45, Ψευδο-Φωκυλ. 127· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ὅμηρος, Ἡρόδ. 6. 73.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 appendice, supplément;
2 otage.
Étymologie: παρατίθημι.
English (Strong)
from παρατίθημι; a deposit, i.e. (figuratively) trust: committed unto.
English (Thayer)
παραθηκης, ἡ (παρατίθημι, which see), a deposit, a trust or thing consigned to one's faithful keeping (Vulg. depositum): used of the correct knowledge and pure doctrine of the gospel, to be held firmly and faithfully, and to be conscientiously delivered unto others: μου possessive genitive (the trust committed unto me; elz 1633reads here παρακαταθήκη, which see)); G L T Tr WH in Herodotus 9,45; (others)). In the Greek writings παρακαταθήκη (which see) is more common; cf. Lob. ad Phryn., p. 312; Winer's Grammar, 102 (96).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παρατίθημι
παρακαταθήκη
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα
2. ενέχυρο
3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον
4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)
5. (για πρόσ.) όμηρος
6. φέρετρο.
Greek Monotonic
παραθήκη: ἡ, αυτό που εμπιστεύεται κάποιος σε κάποιον, απόθεμα, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, όμηρος, αιχμάλωτος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παραθήκη: ἡ
1) приложение, добавление (λόγου Plut.);
2) вручаемое на хранение, вклад: παραθήκην τινί τι τιθέναι Her. вверять кому-л. что-л.;
3) залог, заложник(и) (τινὰ παραθήκην παρατιθέναι ἔς τινα Her.; παραθήκην φυλάξαι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραθήκη -ης, ἡ [παρατίθημι] deposito, onderpand:; ἀπαίτεε τὴν παραθήκην hij eiste het onderpand terug Hdt. 6.86.1; overdr.. τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον bewaar het goede dat je toevertrouwd is NT 2 Tim. 1.14.
Middle Liddell
παρα-θήκη, ἡ,
anything entrusted to one, a deposit, Hdt.: of persons, a hostage, Hdt.
Chinese
原文音譯:paraq»kh 爬拉-帖咳詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-安放
字義溯源:存放,交付,託付;源自(παρατίθημι)=交託);由(παρά)*=旁,出於)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 託付(1) 提後1:12