ἀνάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anarmostos
|Transliteration C=anarmostos
|Beta Code=a)na/rmostos
|Beta Code=a)na/rmostos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not fitting]], of dress, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.13</span>; of sound, <b class="b2">out of tune</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>80a</span>; opp. <b class="b3">εὐάρμοστος</b>, <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span>178d</span>: metaph. of the soul, <span class="bibl"><span class="title">Phd.</span>93c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span> 206c</span>; ἀ. τινί <span class="bibl">206d</span>; [[incongruous]], μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.27</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 590b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of persons, [[impracticable]], <span class="bibl">Hdt.3.80</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>908</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[unfitted]], [[unprepared]], πρός τι <span class="bibl">Th.7.67</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not fitting]], of dress, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.13</span>; of sound, [[out of tune]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>80a</span>; opp. <b class="b3">εὐάρμοστος</b>, <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span>178d</span>: metaph. of the soul, <span class="bibl"><span class="title">Phd.</span>93c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span> 206c</span>; ἀ. τινί <span class="bibl">206d</span>; [[incongruous]], μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.27</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 590b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of persons, [[impracticable]], <span class="bibl">Hdt.3.80</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>908</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[unfitted]], [[unprepared]], πρός τι <span class="bibl">Th.7.67</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:27, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρμοστος Medium diacritics: ἀνάρμοστος Low diacritics: ανάρμοστος Capitals: ΑΝΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: anármostos Transliteration B: anarmostos Transliteration C: anarmostos Beta Code: a)na/rmostos

English (LSJ)

ον,

   A not fitting, of dress, X.Mem.3.10.13; of sound, out of tune, Pl.Ti.80a; opp. εὐάρμοστος, Tht.178d: metaph. of the soul, Phd.93c, cf. Smp. 206c; ἀ. τινί 206d; incongruous, μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.27. Adv. -τως Pl.R. 590b.    II of persons, impracticable, Hdt.3.80, Ar.Nu.908.    2 unfitted, unprepared, πρός τι Th.7.67.

German (Pape)

[Seite 205] unpassend, Her. 3, 80; nicht zusammenstimmend, πρός τι, Thuc. 7, 67; öfter Plat., auch von der Stimme, Epinom. 978 a; häufig von der ψυχή, Phaed. 93 c; τοῦ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ψυχή Rep. III, 411 a; Ggstz οἱ ἁρμόττοντες Xen. Mem. 3, 10, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρμοστος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσύμφωνος, δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, παράφωνος, παράχορδος, ἄνευ ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἀπειρόκαλος, ἀλλόκοτος, Λατ. ineptus, τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, πρός τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne s’adapte pas, disproportionné;
2 discordant (son);
3 fig. inepte, absurde;
4 non approprié, non préparé : πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, ἁρμόττω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inarmónico, falto de armonía ψυχή Pl.Phd.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.Smp.206c
subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1
desajustado de una coraza, X.Mem.3.10.13
fig. inadecuado ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras Hdt.3.80
c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... ἀνάρμοστος ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.Myst.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.Ven.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... ἀνάρμοστος Plu.2.678b, cf. Th.7.67.
2 mús. desafinado, discordante φθόγγοι Pl.Ti.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.Tht.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.EE 1230b28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.Ind.9.
3 de pers. intratable, antipático τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.Nu.908, cf. PMasp.97.ue.D.44 (VI d.C.).
II adv. -ως desajustadamente ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.R.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.Clit.407d. • DMic.: a-na-mo-to, -ta (?).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρμοστος, -ον)
αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος
αρχ.
1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος)
2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης
3. απροετοίμαστος, απαράσκευος
4. στη Μυκηναϊκή απαντά σε πινακίδες στην Κνωσό, όπου καταγράφονται άρματα υπό κατασκευή
προσδιορίζει σχεδόν πάντοτε το ἱππία (= άρμα) και σημαίνει «ασυναρμολόγητος» (a-na-mo-to).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αρμοστός.
ΠΑΡ. αναρμοστία
αρχ.
αναρμοστώ (-έω)].

Greek Monotonic

ἀνάρμοστος: -ον (ἁρμόζω),
I. ακατάλληλος, αταίριαστος, ασύμφωνος, δυσανάλογος, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ήχο, παράτονος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, φορτικός, αυθάδης, απρεπής, σε Αριστοφ.
2. απροετοίμαστος, ακατάλληλος, πρός τι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρμοστος:
1) несообразный, несуразный, нелепый Her., Arph., Luc.;
2) несоразмерный, неподходящий, несоответствующий (Xen.; πρός τι Thuc. и τινι Arst., Plut.);
3) нестройный, нескладный, негармоничный Plat.

Middle Liddell

ἁρμόζω
I. unsuitable, incongruous, disproportionate, Hdt., Xen.:—of sound, out of tune, Plat.:—adv. -τως, Hdt.
II. of persons, impertinent, absurd, Ar.
2. unfitted, unprepared, πρός τι Thuc.