μορία: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=moria
|Transliteration C=moria
|Beta Code=mori/a
|Beta Code=mori/a
|Definition=(B), ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μωρία]], θρέμμα μορΐης <span class="title">AP</span>11.305 (Pall.).</span><br /><span class="bld">μορία</span> (A), ἡ, mostly in pl. μορίαι (with or without [[ἐλαῖαι]]), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[the sacred olives]] in the Academy, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1005</span>, <span class="bibl">Anaxandr.19</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span> 60.2</span>: generally, of [[olives that grew in the precincts of temples]], opp. [[ἴδιαι]], <span class="bibl">Lys.7.5</span>,7: sg., ib.26: variously expld. by Sch.Ar. l. c.</span>
|Definition=(B), ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μωρία]], θρέμμα μορΐης <span class="title">AP</span>11.305 (Pall.).</span><br /><span class="bld">μορία</span> (A), ἡ, mostly in pl. μορίαι (with or without [[ἐλαῖαι]]), <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[the sacred olives]] in the Academy, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1005</span>, <span class="bibl">Anaxandr.19</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span> 60.2</span>: generally, of [[olives that grew in the precincts of temples]], opp. [[ἴδιαι]], <span class="bibl">Lys.7.5</span>,7: sg., ib.26: variously expld. by Sch.Ar. l. c.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:10, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορία Medium diacritics: μορία Low diacritics: μορία Capitals: ΜΟΡΙΑ
Transliteration A: moría Transliteration B: moria Transliteration C: moria Beta Code: mori/a

English (LSJ)

(B), ἡ,    A = μωρία, θρέμμα μορΐης AP11.305 (Pall.).
μορία (A), ἡ, mostly in pl. μορίαι (with or without ἐλαῖαι),    A the sacred olives in the Academy, Ar.Nu.1005, Anaxandr.19, Arist.Ath. 60.2: generally, of olives that grew in the precincts of temples, opp. ἴδιαι, Lys.7.5,7: sg., ib.26: variously expld. by Sch.Ar. l. c.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, 1) der der Athene geweihte heilige Oelbaum auf der Burg von Athen, auch die heiligen Oelbäume in der Akademie, Ar. Nub. 992, wo der Schol. ihren Namen von μόρος ableitet, weil Halirrhothios, als er sie umhauen wollte, sich mit dem Beile selbst tödtete; nach E. M. aber ὅτι δημοσίαν μοῖραν ἐκ τῶν καρπῶν ἐλάμβανον. – Lys. 7, 7. 29 setzt sie den ἴδιαι entgegen; μορίας ἐκκόπτειν, ib., war ein Kapitalverbrechen in Athen. – 2) = μωρία, nur Pallad. 88 (XI, 305), ἀμαθέστατε θρέμμα μορίης, wo ι überdies lang ist.

Greek (Liddell-Scott)

μορία: ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. μορίαι (μετὰ τῆς λέξ. ἐλαῖαι ἢ ἄνευ αὐτῆς), αἱ ἱεραὶ ἐλαῖαι αἱ κατὰ τὴν Ἀκαδήμειαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Θησεῖ» 1· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης ἐλαίας φυομένης ἐντὸς τῶν σηκῶν ἢ τῶν περιβόλων τῶν ναῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἰδιωτικὰς (ἰδίας), Λυσ. 109. 11, πρβλ. 108. 26., 110. 44· πιθανῶς οὕτω καλούμεναι διότι ἐνομίζοντο ὡς ἀποκοπεῖσαι ἢ πολλαπλασιασθεῖσαι, (μειρόμεναι, μεμορημέναι, partitivae), ἐκ τῆς πρώτης καὶ ἀρχεγόνου ἐλαίας τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει (Wordsworth’s Athens and Att., σ. 137, n.)· ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. δίδει πολλὰς φαντασιώδεις ἐτυμολογίας· - Ζεὺς Μόριος ἦν ὁ προστάτης καὶ φύλαξ τῶν ἱερῶν τούτων ἐλαιῶν, Σοφ. Ο. Κ. 705. ΙΙ. = μωρία, Ἀνθ. Π. 11. 305 [[[ἔνθα]] ῑ].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
olivier sacré, plante.
Étymologie: cf. μόριος.
Par. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς.

Greek Monolingual

μορία, ἡ (Α)
1. συν. στον πληθ. αἱ μορίαι
ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά
2. (γενικά) κάθε ελιά η οποία φύτρωνε μέσα στους σηκούς ή στους περιβόλους τών ναών, σε αντιδιαστολή προς τις ελιές τών ιδιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από τα μόρος, μόριον «τμήμα, τεμάχιο», γιατί τα δέντρα αυτά αποτελούσαν το μερίδιο που ανήκε στη θεά. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ανάγεται σε λ. του προελληνικού υποστρώματος, που θα είχε τη σημ. «ελιά», από όπου προέρχονται μερικά μικρασιατικά και ελλ. τοπωνύμια (πρβλ. λυκικό Μύρα, θεσσαλ. Μύραι)].

Russian (Dvoretsky)

μορίᾱ:
I ἡ священная маслина, (преимущ. pl. μορίαι или μορίαι ἐλαῖαι) масличная роща Arph., Lys.
μορία: ион. Anth. μορίη (ῑ) ἡ = μωρία.

Middle Liddell


(sc. ἐλαῖαἰ, αἱ, the sacred olives in the Academy, prob. so called, because parted (μειρόμεναἰ from the original olive-stock in the Acropolis, Ar.:— Ζεὺς Μόριος, was the guardian of these sacred olives, Soph.

English (Woodhouse)

sacred olive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)