γαιήοχος: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gaiiochos | |Transliteration C=gaiiochos | ||
|Beta Code=gaih/oxos | |Beta Code=gaih/oxos | ||
|Definition=(also γαιη-οῦχος, Hsch.), Dor. γαιάοχος, ον, γαιάϝοχος <span class="title">IG</span>5(1).213 (Sparta, v B. C.):—epith. of Poseidon, <span class="sense"> | |Definition=(also γαιη-οῦχος, Hsch.), Dor. γαιάοχος, ον, γαιάϝοχος <span class="title">IG</span>5(1).213 (Sparta, v B. C.):—epith. of Poseidon, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[earth-moving]], [[earth-carrying]], <span class="bibl">Il.13.43</span>, al., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>310</span>(lyr.), cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1072</span>(lyr.): Γαιάοχος, abs., <span class="bibl">Il. 13.125</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.81</span>, and so [[Γαιάϝοχος]] (v. supr.): also in pl., [[Γαάοχοι]], name of a contest, <span class="title">IG</span>5(1).296.11 (Sparta). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> ὠκεανὸς γ. <span class="title">App.Anth.</span>3.209. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[protecting the country]], γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>816</span>(lyr.); γαιάοχόν τ' Ἄρτεμιν <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>160</span>(lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἠπειρώτης]], Hsch. (In signf. ''1'' from [[γαῖα]] and <b class="b3">ϝεχ-</b>: <b class="b3">ϝοχ-</b>, cf. [[ὄχεα]], Lat. [[veho]], Skt. [[váhati]], Germ. [[be-wegen]], etc. In signf. ''ΙΙ'' from [[ἔχω]] (q. v.).)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:50, 29 December 2020
English (LSJ)
(also γαιη-οῦχος, Hsch.), Dor. γαιάοχος, ον, γαιάϝοχος IG5(1).213 (Sparta, v B. C.):—epith. of Poseidon, A earth-moving, earth-carrying, Il.13.43, al., A.Th.310(lyr.), cf. S.OC1072(lyr.): Γαιάοχος, abs., Il. 13.125, Pi.O.13.81, and so Γαιάϝοχος (v. supr.): also in pl., Γαάοχοι, name of a contest, IG5(1).296.11 (Sparta). 2 ὠκεανὸς γ. App.Anth.3.209. II protecting the country, γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ A.Supp.816(lyr.); γαιάοχόν τ' Ἄρτεμιν S.OT160(lyr.). 2 = ἠπειρώτης, Hsch. (In signf. 1 from γαῖα and ϝεχ-: ϝοχ-, cf. ὄχεα, Lat. veho, Skt. váhati, Germ. be-wegen, etc. In signf. ΙΙ from ἔχω (q. v.).)
German (Pape)
[Seite 470] 1) die Erde umfassend, haltend. Bei Hom. oft, Beiwort des Poseidon, z. B. Iliad. 9, 183 Odyss. 9, 528; das Meer umfaßt die Erde. – Sp. D. – 2) ein Land innehabend, es schirmend, Ἄρτεμις Soph. O. R. 160.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui embrasse la terre (Poséidon) ; subst. le dieu qui embrasse la terre (Poséidon);
2 qui protège le pays (Zeus, Artémis).
Étymologie: γαίη, ἔχω.
English (Autenrieth)
(ἔχω): earth-holding; epith. of Poseidon.
Greek Monolingual
(I)
γαιήοχος, ο, η (Α)
1. εκείνος που σείει τη γη
2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη
3. αυτός που προστατεύει τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β' συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο -οχος < έχω (πρβλ. γηοχέω «κατέχω γη»). Άλλοι ερμήνευσαν τη λ. γαιήοχος ως Γαῖαν ὀχεύων ή Γαῖα ὀχούμενος, σύμφωνα με μια λατρευτική παράδοση κατά την οποία ο Ποσειδώνας, με τη μορφή ενός επιβήτορα ενώθηκε με τη Δήμητρα (θεά της γης) που είχε μεταμορφωθεί σε φοράδα. Πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση, που στηρίζεται στον δωρικό τ. γαιάFοχος, ότι δηλ. το β' συνθετικό της λ. είναι -Fοχος < (ινδοευρ. ρίζα) wegh- «κινώ, φέρω, οδηγώ» (πρβλ. Fέχω «φέρω», λατ. vehō «φέρω», αρχ. ινδ. vάhati «οχούμαι»). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολογία η λ. ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως: α) «αυτός που οδηγεί το άρμα του (τρέχει) κάτω από τη γη» (Ποσειδώνας: θεός των ποταμών)
β) «αυτός που φέρνει τη γη (=Δήμητρα) στο σπίτι του, αυτός που παντρεύεται, δηλ. ο σύζυγος της Γαίας, άρα ο Ποσειδώνας». Τέλος, εξίσου ικανοποιητική φαίνεται και η άποψη που τονίζει τη σημ. «κινώ, σείω» της ρίζας wegh
πρβλ. λατ. vexō «σείω», γοτ. gawigan «θέτω σε κίνηση, ταράσσω», στην οποία η ερμηνεία της λ. γαιήοχος «αυτός που σείει τη γη» ταιριάζει απόλυτα].
Greek Monotonic
γαιήοχος: (ἔχω), Δωρ. γαιά-οχος, -ον,
I. ποιητ. αντί γηοῦχος, αυτός που βαστά, συγκρατεί, περικλείει τη γη, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Όμηρ., Τραγ.
II. αυτός που προστατεύει τη χώρα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
γαιήοχος: дор. γαιάοχος 2 (ιᾱ)
1) объемлющий землю, земледержец (эпитет Посидона) Hom., Pind., Aesch., Soph., Plut.;
2) охраняющий землю (эпитет Зевса и Артемиды) Aesch., Soph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: Epithet of Poseidon, sec. of Zeus etc. (Il.), meaning uncertain, mostly taken as earthshaker (= ἐννοσίγαιος, s. v.)
Other forms: Dor. γαιαοχος, Lac. γαιάϜοχος
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not with Borgeaud KZ 68, 221f. = bringing home i. e. husband of Gaia = Ποσειδῶν (s. v.). Kretschmer Glotta 5, 303 connected Poseidon ἵππιος who as a stallion united with Demeter, taking Γαῖαν ὀχεύων or Γαίᾳ ὀχούμενος in erotic sense, but there is no reason why ὀχέω, ὀχεύων in this sense would have a F. Nilsson Gr. Rel. 1, 419 understood (as alternative, after Hesychius): faring below the earth (Poseidon as a river); improbable (ὁ ἐπὶ τῆς γῆς ὀχοῦμενος!). Mostly one follows Meillet (Mél. Ch. Adler, 249-255) and connects Goth. gawigan set in motion. - Cf. αἰγίοχος (s. αἰγίς).
Middle Liddell
[ἔχω]
I. poet. for γηοῦχος, earth-upholding, of Poseidon, Hom., Trag.
II. protecting the country, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαιήοχος -ον, Dor. γαιάοχος γαῖα, ἔχω of γαῖα, ὀχέω.
1. die de aarde schokt of die de aarde vasthoudt, van Poseidon:; Ποσειδάων γαιήοχος aardschokker Poseidon Il. 20.34; subst.. ὥς ῥα... γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς zo ruide de aardschokker (Poseidon) de Achaeërs op Il. 13.125.
2. die de aarde of het land beschermt (van bijv. Zeus of Artemis).