διεῖπον: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dieipon | |Transliteration C=dieipon | ||
|Beta Code=diei=pon | |Beta Code=diei=pon | ||
|Definition=in Hom. also [[διαεῖπον]] (v. infr.), serving as aor. 2 to [[διαγορεύω]]:—<span class="sense"> | |Definition=in Hom. also [[διαεῖπον]] (v. infr.), serving as aor. 2 to [[διαγορεύω]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tell fully]] or [[distinctly]], μεμιγμένοι… ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω <span class="bibl">Il.10.425</span>; τρόπον πόνων <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>22</span>; [[declare]], of an oracle, <span class="bibl">Id.<span class="title">OT</span>854</span>; [[interpret]] a riddle, ib.<span class="bibl">394</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>275a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[speak one with another]], [[converse]], διαειπέμεν ἀλλήλοισιν <span class="bibl">Od.4.215</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[fix upon]], [[agree]], διειπάμενος ἐν ᾧ [χρόνῳ] ἀποδώσει <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1351b5</span>: abs., <span class="bibl">Id.<span class="title">EE</span>1243a31</span>, <span class="title">Leg.Gort.</span>9.27.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:40, 30 December 2020
English (LSJ)
in Hom. also διαεῖπον (v. infr.), serving as aor. 2 to διαγορεύω:—A tell fully or distinctly, μεμιγμένοι… ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Il.10.425; τρόπον πόνων S.Tr.22; declare, of an oracle, Id.OT854; interpret a riddle, ib.394, cf. Pl.Plt.275a. 2 speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.4.215. II Med., fix upon, agree, διειπάμενος ἐν ᾧ [χρόνῳ] ἀποδώσει Arist.Oec.1351b5: abs., Id.EE1243a31, Leg.Gort.9.27.
Greek (Liddell-Scott)
διεῖπον: παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως διαεῖπον (ὃ ἐ. διαϝεῖπον), χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ διαγορεύω· - λέγω ἐντελῶς, λέγω ἀνελλιπῶς ἢ σαφῶς, τὰ ἕκαστα διείπομεν Ἰλ. Λ. 705, Ὀδ. Μ. 16· μεμιγμένοι…, ἢ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι, ὄφρα δαείω Ἰλ. Κ. 425· τὸ αἴνιγμα δ. Σοφ. Ο. Τ. 394· τρόπον πόνων ὁ αὐτ. Τρ. 22· διακηρύττω, προλέγω ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 854· ἑρμηνεύω αἴνιγμα ἢ γρῖφον, αὐτόθι 394· οὕτω παρὰ Πλάτ. 2) ὁμιλῶ ἀμοιβαίως, διαλέγομαι, συνομιλῶ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Ὀδ. Δ. 215. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁρίζω τι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, συμφωνῶ, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 1, πρβλ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 22. - Πρβλ. διερῶ, διείρηκα.
French (Bailly abrégé)
1 expliquer clairement, acc.;
2 déclarer en parl. d’un oracle;
3 dire en échange, échanger des paroles, s’entretenir : ἀλλήλοισιν OD les uns avec les autres.
Étymologie: διά, εἶπον.
2v. διέπω.
English (Autenrieth)
(ϝεῖπον), inf. διαειπέμεν, imp. δίειπε: tell or talk over fully, Il. 10.425 and Od. 4.215.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
Greek Monotonic
διεῖπον: στον Όμηρ. επίσης δια-εῖπον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του διαγορεύω·
1. λέω εντελώς, μιλώ ολοκληρωμένα ή με σαφήνεια, σε Όμηρ., Σοφ.· εξηγώ, ερμηνεύω αίνιγμα ή γρίφο, στον ίδ.
2. μιλώ, συζητώ με κάποιον άλλο, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Οδ. (μέλ. δι-ερῶ, Παθ. αόρ. αʹ δι-ερρήθην).
Russian (Dvoretsky)
διεῖπον:
I [aor. 2 к διαγορεύω
1) поговорить, побеседовать (ἀλλήλοισιν Hom.);
2) обстоятельно рассказать (τι Plat.);
3) возвестить, предсказать (φόνος, ὃν Λοξίας διεῖπε χρῆναι θανεῖν Soph.);
4) разгадать (τὸ αἴνιγμα Soph.);
5) med. установить, определить (ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει, sc. τὰ χρήματα Arst.).
II impf. к διέπω.
Middle Liddell
in <bibl>Hom.</bibl> also δια-εῖπον The fut. is δι-ερῶ aor1 pass. δι-ερρήθην. [serving as aor2 to διαγορεύω
1. to say through, tell fully or distinctly, Hom., Soph.: to interpret a riddle, Soph.
2. to speak one with another, converse, διαειπέμεν ἀλλήλοισιν Od.