σημειώνω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σημειῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] ή [[γράφω]] [[κάπου]] [[σημείο]] για [[αναγνώριση]] ή [[υπόμνηση]] (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο [[κείμενο]]» β. «ταῡτα γὰρ | |mltxt=σημειῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] ή [[γράφω]] [[κάπου]] [[σημείο]] για [[αναγνώριση]] ή [[υπόμνηση]] (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο [[κείμενο]]» β. «ταῡτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] [[σοβαρά]] [[κάτι]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν [[κάτι]] ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι [[πρέπει]] να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ [[δῆμος]] φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] σημειώσεις, [[καταγράφω]] γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του [[μήνα]]»)<br /><b>2.</b> [[σημαδεύω]], [[τιμωρώ]] («να σέ σημειώσει ο Θεός»)<br /><b>3.</b> [[τονίζω]], [[υπογραμμίζω]], [[εξαίρω]] («[[πρέπει]] να σημειωθεί η ιδιαίτερη [[συνεισφορά]] του στην [[ανάπτυξη]] του προγράμματος»)<br /><b>4.</b> έχω ορισμένο [[αποτέλεσμα]], θετικό ή αρνητικό (α. «[[σημειώνω]] [[επιτυχία]]» — [[επιτυγχάνω]]<br />β. «[[σημειώνω]] πρόοδο» — [[προοδεύω]]<br />γ. «[[σημειώνω]] [[αποτυχία]]» — [[αποτυγχάνω]])<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[σημειωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που έχει σωματικό [[ελάττωμα]], [[ανάπηρος]], [[σακάτης]], [[μισερός]]<br />β) [[σημαδεμένος]], μαρκαρισμένος<br />γ) [[γραμμένος]], [[γραπτός]], καταχωρισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[σφραγίδα]], [[σφραγίζω]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[σήμα]], [[σύνθημα]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάγνωση]] νόσου<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σημειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κρατώ]] [[σημείωση]] για προσωπική μου [[χρήση]], [[παρατηρώ]]<br />β) [[υπογράφω]]<br />γ) [[συμπεραίνω]] από κάποιο [[σημάδι]]<br />δ) [[γράφω]] σημειώσεις στο [[περιθώριο]] κειμένου<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ σεσημειωμένα</i><br />οι εξαιρέσεις. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
σημειῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α σημεῖον
1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.)
2. υπολογίζω σοβαρά κάτι, λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι πρέπει να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ δῆμος φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)
νεοελλ.
1. κρατώ σημειώσεις, καταγράφω γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του μήνα»)
2. σημαδεύω, τιμωρώ («να σέ σημειώσει ο Θεός»)
3. τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω («πρέπει να σημειωθεί η ιδιαίτερη συνεισφορά του στην ανάπτυξη του προγράμματος»)
4. έχω ορισμένο αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό (α. «σημειώνω επιτυχία» — επιτυγχάνω
β. «σημειώνω πρόοδο» — προοδεύω
γ. «σημειώνω αποτυχία» — αποτυγχάνω)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σημειωμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα, ανάπηρος, σακάτης, μισερός
β) σημαδεμένος, μαρκαρισμένος
γ) γραμμένος, γραπτός, καταχωρισμένος
αρχ.
1. βάζω σφραγίδα, σφραγίζω
2. δίνω σήμα, σύνθημα
3. κάνω διάγνωση νόσου
4. (μέσ. και παθ.) σημειοῦμαι, -όομαι
α) κρατώ σημείωση για προσωπική μου χρήση, παρατηρώ
β) υπογράφω
γ) συμπεραίνω από κάποιο σημάδι
δ) γράφω σημειώσεις στο περιθώριο κειμένου
5. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ σεσημειωμένα
οι εξαιρέσεις.