συμμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α [[μάχομαι]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[μάχομαι]] [[μαζί]] με άλλους, [[συμπολεμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[βοηθώ]], [[συντρέχω]] («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου.
|mltxt=ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α [[μάχομαι]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[μάχομαι]] [[μαζί]] με άλλους, [[συμπολεμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) [[βοηθώ]], [[συντρέχω]] («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχομαι Medium diacritics: συμμάχομαι Low diacritics: συμμάχομαι Capitals: ΣΥΜΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: symmáchomai Transliteration B: symmachomai Transliteration C: symmachomai Beta Code: summa/xomai

English (LSJ)

fut. A -οῦμαι X.An.5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—fight along with others, to be an ally, auxiliary, Th.4.44, 8.26, Pl.Lg.699a, X.HG 3.2.13: c. dat., Id.An.5.4.10, 6.1.13; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.7.239; σ. πρὸς τὸν δῆμον against... Arist. Pol.1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. l.c.—Prose word, συμμαχέω being used by Poets.

German (Pape)

[Seite 981] ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

συμμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, εἶμαι σύμμαχος, ἐπίκουρος, βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ πιθανότης εἶναι ὑπὲρ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, ἐναντίον τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― λέξις τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ συμμαχέω.

French (Bailly abrégé)

assister, être l’auxiliaire de, τινι.
Étymologie: σύν, μάχομαι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ.τ. ξυμμάχομαι Α μάχομαι
(αποθ.) μάχομαι μαζί με άλλους, συμπολεμώ
αρχ.
1. (με δοτ.) βοηθώ, συντρέχω («εἰ καὶ γυναῑκες συνεμάχοντο αὐτοῖς», Ξεν.)
2. είμαι με το μέρος κάποιου.

Greek Monotonic

συμμάχομαι: [ᾰ], μέλ. -οῦμαι, αόρ. αʹ συνεμαχεσάμην, παρακ. συμμεμάχημαι, αποθ., πολεμώ από κοινού με άλλους, συμπολεμώ, είμαι σύμμαχος, αρωγός, επίκουρος, βοηθός, σε Ξεν.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, τινι, στον ίδ.· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, οι πιθανότητες είναι με το μέρος μου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

συμμάχομαι: (ᾰχ) (fut. συμμαχοῦμαι)
1) вместе сражаться, воевать в союзе (τινι Xen., Plat.): τὴν ἐν Μαντινεία μάχην σ. Aeschin. участвовать в сражении при Мантинее; σ. πρός τινα Arst. совместно бороться против кого-л.;
2) оказывать помощь, помогать (τινι Xen.): τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται (v. l. συμμαχέεται) Her. правдоподобие (здесь) на моей стороне; οὐ μόνος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ξίφους τοῦ συμμεμαχημένου Luc. не один, а в сопровождении верного меча.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μάχομαι, Att. ξυμμάχομαι meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. iem.; met πρός + acc. tegen iem.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται de waarschijnlijkheid staat aan mijn kant Hdt. 7.239.2.

Middle Liddell

fut. οῦμαι aor1 συνεμαχεσάμην perf. συμμεμάχημαι
Dep.:— to fight along with others, to be an ally, auxiliary, Xen.: generally, to help, succour, τινι Xen.; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.