νωχελής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nochelis
|Transliteration C=nochelis
|Beta Code=nwxelh/s
|Beta Code=nwxelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">slow-moving, sluggish, dull</b>, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>142.19</span> ; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, <span class="bibl">Vett.Val.68.12</span> ; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span> ; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>800</span> (troch.) ; ν. βάρος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>162</span> ; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι <span class="bibl">Arat.391</span> ; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.<span class="title">Ir.</span>p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα <span class="title">Placit.</span>3.3.12 (v.l. [[νωθεστέρα]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst.<b class="b3">νωχελές, τό,</b> [[abortion]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span> (<b class="b3">νοχ-</b> codd.).</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">slow-moving, sluggish, dull</b>, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>142.19</span>; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, <span class="bibl">Vett.Val.68.12</span>; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>800</span> (troch.) ; ν. βάρος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>162</span>; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι <span class="bibl">Arat.391</span>; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.<span class="title">Ir.</span>p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα <span class="title">Placit.</span>3.3.12 (v.l. [[νωθεστέρα]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst.<b class="b3">νωχελές, τό,</b> [[abortion]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span> (<b class="b3">νοχ-</b> codd.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:25, 22 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωχελής Medium diacritics: νωχελής Low diacritics: νωχελής Capitals: ΝΩΧΕΛΗΣ
Transliteration A: nōchelḗs Transliteration B: nōchelēs Transliteration C: nochelis Beta Code: nwxelh/s

English (LSJ)

ές, A slow-moving, sluggish, dull, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or.800 (troch.) ; ν. βάρος Nic.Th.162; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα Placit.3.3.12 (v.l. νωθεστέρα). II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 (νοχ- codd.).

German (Pape)

[Seite 274] ές (soll aus νω-, = νη-, u. κέλλω oder ὀκέλλω gebildet sein (?), nach Döderlein von νη – ὠκύς), träge, langsam, faul; πλεῦρα νωχελῆ νόσῳ, Eur. Or. 798; Hippocr.; einzeln bei Sp., wie Maneth. 4, 517 νωχελέες vrbdt mit ἄπρηκτοι und ἄτολμοι; ζῷον, App. B. C. 2, 6; oft in VLL. durch νωθρός, ἄχρηστος u. ä. erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

νωχελής: -ές, ὁ κινούμενος βαρέως καὶ βραδέως, δυσκίνητος, νωθρός, χαῦνος, βραδύς, πλευρὰ νωχελῆ νόσ Εὐρ. Ὀρ. 800· ν. βάρος Νικ. Θηρ. 160· νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Ἄρατ. 391· ψυχὴν νωχαλεστέραν (οὕτω) παρὰ Κλημ. Ἀλ. 850· - ἐν Ἱππ. 626. 51, εὑρίσκομεν νοχελὲς (ἀνάγνωθι νωχ-) τό, ἔκτρωμα. (Ὡς ἐν τῇ λέξ. νωλεμές, ἡ ἐτυμολογία διαμένει σκοτεινή).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se meut lentement ou difficilement, lourd, lent, nonchalant;
Cp. νωχελέστερος.
Étymologie: νη-, ὄχος.

Greek Monolingual

-ές (Α νωχελής, -ές)
αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος
νεοελλ.
(η αιτ. του ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα
με μεγάλη νωχέλεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές
α) η νωχέλεια
β) έκτρωμα, τέρας.
επίρρ...
νωχελώς
με νωθρό τρόπο, οκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ανάλυση της λ. στο στερητικό νη-, σε προθεματικό φωνήεν - και σε θέμα χελ- δεν φωτίζει σε τίποτε την ετυμολόγησή της. Η άποψη επίσης ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. νη- και β' συνθετικό το ρ. κέλλω / ἀκέλλω «ελαύνω, προχωρώ μπροστά» με εκφραστικό δασύ σύμφωνο (χ αντί κ) είναι εξίσου αβέβαιη. Η σημ. της λέξης νωχελής συμπίπτει κατά ένα μέρος με τη σημ. της λέξης νωθής «νωθρός, οκνηρός, αδρανής»].

Greek Monotonic

νωχελής: -ές, αυτός που κινείται αργά και βαριά, οκνηρός, δυσκίνητος, νωθρός, χαύνος, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

νωχελής: медлительный, вялый, слабый (ἔλλαμψις Plut.): πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ Eur. ослабленное болезнью тело.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: slow, dull, sluggish (Hp., S., E., hell. epic).
Other forms: Also νωχαλής (cod. νωφ-) νωθρός H. with νωχαλίζει βραδύνει; NGr. ἀνώχαλος with ἀ-prothesis (Papadopoulos Ἀρχ. Ἐφ. 28, 58 ff.).
Derivatives: νωχελίη, -ία f. slowness, laziness (T 411; cf. Porzig, Satzinhalte 204 and Delebecque Cheval 156 f.), also -εια f. (Orib., H.); νωχελίς, -ίδος f. plantname = βαλλωτή (Ps.-Dsc.); also νωκελίς, which points to a Pre-Greek word, and νωφρύς; cf. Strömberg Pflanzenn. 158; νωχελεύομαι be slow, indolent (Aq.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. On the formation Bechtel s. v.; hypothetic etymology by Sütterlin IF 29, 126 (mentioned by Bq and WP. 2, 698). Fur. 133 connects νῶκαρ (s.v.), which implies that the word is Pre-Greek. Note also χαλ-\/κελ- and χ\/φ (for which I have no explanation).

Middle Liddell

νωχελής, ές
moving slowly and heavily, sluggish, Eur. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

νωχελής: {nōkhelḗs}
Meaning: langsam, träge, lässig (Hp., S., E., hell. Epik usw.)
Derivative: mit νωχελίη, -ία f. Langsamkeit, Trägheit (T411 u.a.; vgl. Porzig, Satzinhalte 204 und Delebecque Cheval 156 f.), auch -εια f. (Orib., H.); νωχελίς, -ίδος f. Pflanzenname = βαλλωτή (Ps.-Dsk.); vgl. Strömberg Pflanzenn. 158; νωχελεύομαι langsam, träge sein (Aq. u.a.). Daneben νωχαλής (cod. νωφ-)· νωθρός H. mit νωχαλίζει· βραδύνει; ngr. ἀνώχαλος mit ἀ-Prothese (Papadopoulos Ἀρχ. Ἐφ. 28, 58 ff.).
Etymology : Unerklärt. Zur Bildung Bechtel s. v.; hypothetische Etymologie von Sütterlin IF 29, 126 (bei Bq und WP. 2, 698 referiert).
Page 2,332

English (Woodhouse)

sluggish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)