κρεο-: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)<br />α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής που ανάγεται στη λ. [[κρέας]] και έχει την [[έννοια]] ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό [[είτε]] αναφέρεται στο [[κρέας]] ([[κρεωνομώ]], [[κρεωβορία]]) [[είτε]] αποτελείται από [[κρέας]] ([[κρεατόπιτα]], [[κρεατόσουπα]]). Η συνηθέστερη [[μορφή]] του α' συνθετικού [[είναι]] <i>κρε</i>(<i>o</i>)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη [[μορφή]] <i>κρεατο</i>- <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], <i>κρέατος</i> ([[κρεατομηχανή]]). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις [[εξής]] μορφές: α) <i>κρεω</i>-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. <i>κρέως</i> και με [[επίδραση]] άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως <i>γεω</i><br />(<span style="color: red;"><</span> γαῖα, <i>γῆ</i>), π.χ. [[γεωγράφος]], και <i>λεω</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεώς]], αττ. τ. του [[λαός]]), π.χ. [[λεωφόρος]]<br />β) <i>κρεη</i>-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους (<b>[[πρβλ]].</b> και [[θανατηφόρος]])<br />και γ) <i>κρειο</i>-, που σχηματίστηκε πιθ. με την [[επίδραση]] της γεν. πληθ. [[κρειῶν]]. Λ. με αυτό το α' συνθετικό [[είναι]]: [[κρεάγρα]], [[κρεοπώλης]], [[κρεοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεάγρευτος]], [[κρεαδοσία]], [[κρεανόμος]], [[κρεηδόκος]], [[κρεηφάγος]], [[κρειοδόκος]], [[κρειοφάγος]], [[κρεοβόρος]], [[κρεοδαίτης]], [[κρεοδείρα]], [[κρεοδότης]], [[κρεοδόχος]], [[κρεοθέτης]], [[κρεοθήκη]], [[κρεοκάκκαβος]], [[κρεοκόπος]], [[κρεονομία]], [[κρεοποιός]], [[κρεοσιτώ]], [[κρεοστάθμη]], [[κρεουργός]], [[κρεοφόρος]], [[κρεωνομώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κρεωβορία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρεατοπουλειό]], [[κρεοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρεατάλευρο]], [[κρεατοελιά]], [[κρεατόκονις]], [[κρεατοκόπτης]], [[κρεατομηχανή]], <i>κρεατόμυλα</i>, [[κρεατόπιτα]], [[κρεατοσάνιδο]], [[κρεατόσουπα]], <i>κρεατοφαγάς</i>, [[κρεατοφάγος]], [[κρεατόχρους]], <i>κρεατόχρωμος</i>, [[κρεοκόπτης]], [[κρεοσκοπία]]].
|mltxt=και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)<br />α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής που ανάγεται στη λ. [[κρέας]] και έχει την [[έννοια]] ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό [[είτε]] αναφέρεται στο [[κρέας]] ([[κρεωνομώ]], [[κρεωβορία]]) [[είτε]] αποτελείται από [[κρέας]] ([[κρεατόπιτα]], [[κρεατόσουπα]]). Η συνηθέστερη [[μορφή]] του α' συνθετικού [[είναι]] <i>κρε</i>(<i>o</i>)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη [[μορφή]] <i>κρεατο</i>- <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], <i>κρέατος</i> ([[κρεατομηχανή]]). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις [[εξής]] μορφές: α) <i>κρεω</i>-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. <i>κρέως</i> και με [[επίδραση]] άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως <i>γεω</i><br />(<span style="color: red;"><</span> γαῖα, <i>γῆ</i>), π.χ. [[γεωγράφος]], και <i>λεω</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεώς]], αττ. τ. του [[λαός]]), π.χ. [[λεωφόρος]]<br />β) <i>κρεη</i>-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους ([[πρβλ]]. και [[θανατηφόρος]])<br />και γ) <i>κρειο</i>-, που σχηματίστηκε πιθ. με την [[επίδραση]] της γεν. πληθ. [[κρειῶν]]. Λ. με αυτό το α' συνθετικό [[είναι]]: [[κρεάγρα]], [[κρεοπώλης]], [[κρεοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεάγρευτος]], [[κρεαδοσία]], [[κρεανόμος]], [[κρεηδόκος]], [[κρεηφάγος]], [[κρειοδόκος]], [[κρειοφάγος]], [[κρεοβόρος]], [[κρεοδαίτης]], [[κρεοδείρα]], [[κρεοδότης]], [[κρεοδόχος]], [[κρεοθέτης]], [[κρεοθήκη]], [[κρεοκάκκαβος]], [[κρεοκόπος]], [[κρεονομία]], [[κρεοποιός]], [[κρεοσιτώ]], [[κρεοστάθμη]], [[κρεουργός]], [[κρεοφόρος]], [[κρεωνομώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κρεωβορία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρεατοπουλειό]], [[κρεοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρεατάλευρο]], [[κρεατοελιά]], [[κρεατόκονις]], [[κρεατοκόπτης]], [[κρεατομηχανή]], <i>κρεατόμυλα</i>, [[κρεατόπιτα]], [[κρεατοσάνιδο]], [[κρεατόσουπα]], <i>κρεατοφαγάς</i>, [[κρεατοφάγος]], [[κρεατόχρους]], <i>κρεατόχρωμος</i>, [[κρεοκόπτης]], [[κρεοσκοπία]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:04, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεο Medium diacritics: κρεο- Low diacritics: κρεο- Capitals: ΚΡΕΟ-
Transliteration A: kreo- Transliteration B: kreo- Transliteration C: kreo- Beta Code: kreo

English (LSJ)

representing stem of κρέας in Compds., freq. written κρεω- in codd.

Greek Monolingual

και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)
α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε αποτελείται από κρέας (κρεατόπιτα, κρεατόσουπα). Η συνηθέστερη μορφή του α' συνθετικού είναι κρε(o)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη μορφή κρεατο- < κρέας, κρέατος (κρεατομηχανή). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις εξής μορφές: α) κρεω-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. κρέως και με επίδραση άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως γεω
(< γαῖα, γῆ), π.χ. γεωγράφος, και λεω- (< λεώς, αττ. τ. του λαός), π.χ. λεωφόρος
β) κρεη-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους (πρβλ. και θανατηφόρος)
και γ) κρειο-, που σχηματίστηκε πιθ. με την επίδραση της γεν. πληθ. κρειῶν. Λ. με αυτό το α' συνθετικό είναι: κρεάγρα, κρεοπώλης, κρεοφάγος
αρχ.
κρεάγρευτος, κρεαδοσία, κρεανόμος, κρεηδόκος, κρεηφάγος, κρειοδόκος, κρειοφάγος, κρεοβόρος, κρεοδαίτης, κρεοδείρα, κρεοδότης, κρεοδόχος, κρεοθέτης, κρεοθήκη, κρεοκάκκαβος, κρεοκόπος, κρεονομία, κρεοποιός, κρεοσιτώ, κρεοστάθμη, κρεουργός, κρεοφόρος, κρεωνομώ
αρχ.-μσν.
κρεωβορία
μσν.
κρεατοπουλειό, κρεοτομώ
νεοελλ.
κρεατάλευρο, κρεατοελιά, κρεατόκονις, κρεατοκόπτης, κρεατομηχανή, κρεατόμυλα, κρεατόπιτα, κρεατοσάνιδο, κρεατόσουπα, κρεατοφαγάς, κρεατοφάγος, κρεατόχρους, κρεατόχρωμος, κρεοκόπτης, κρεοσκοπία].