ἱερόσυλος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερόσυλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ιερόσυλος]], η [[ιερόσυλος]] και <i>ιερόσυλη</i><br />αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, [[αγιογδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανευλαβής]], [[ανόσιος]], [[ανοσιουργός]], [[βέβηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που προέρχεται από [[ιεροσυλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιεροσύλως</i><br />με ιερόσυλο τρόπο, με βέβηλο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>συλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>συλος</i>, <i>πρό</i>-<i>συλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱερόσυλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ιερόσυλος]], η [[ιερόσυλος]] και <i>ιερόσυλη</i><br />αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, [[αγιογδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανευλαβής]], [[ανόσιος]], [[ανοσιουργός]], [[βέβηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που προέρχεται από [[ιεροσυλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιεροσύλως</i><br />με ιερόσυλο τρόπο, με βέβηλο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>συλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συλώ]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>συλος</i>, <i>πρό</i>-<i>συλος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόσῡλος Medium diacritics: ἱερόσυλος Low diacritics: ιερόσυλος Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΟΣ
Transliteration A: hierósylos Transliteration B: hierosylos Transliteration C: ierosylos Beta Code: i(ero/sulos

English (LSJ)

ὁ, (proparox.) A temple-robber, or generally, sacrilegious person, Ar.Pl.30, Lys.30.21, Pl.R.344b, Men.Epit. 560, etc.: fem., ib.504: ἱερόσυλε γραῦ ib.524: neut. as Adj., ἱ. θηρία Id.Pk.176. II of things, got by sacrilege, παροψίδες Eub.7.4.

German (Pape)

[Seite 1243] ὁ, Tempelräuber; Ar. Plut. 30; Lys. 30, 21; Dem. 24, 119 ff.; Xen. u. A. Bei Plat. Rep. I, 344 b neben ἀνδραποδισταί u. τοιχώρυχοι.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόσῡλος: ὁ, (συλάω) ὁ συλῶν ναόν, Λατ. sacrilegus, Ἀριστοφ. Πλ. 30, Λυσίας 185. 13, Πλάτ. Πολ. 344Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ λαμβανόμενον δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσύλοις καὶ πικραῖς παροψίσι Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui pille un sanctuaire, voleur sacrilège.
Étymologie: ἱερός, συλέω.

English (Strong)

from ἱερόν and συλάω; a temple-despoiler: robber of churches.

English (Thayer)

ἱερόσυλον (from ἱερόν and συλάω), guilty of sacrilege: A. V. robbers of temples; cf. Lightfoot in The Contemp. Rev. for 1878, p. 294 f). (Aristophanes, Xenophon, Plato, Polybius, Diodorus, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερόσυλος, -ον)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη
αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης
νεοελλ.
ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που προέρχεται από ιεροσυλία.
επίρρ...
ιεροσύλως
με ιερόσυλο τρόπο, με βέβηλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -συλος (< συλώ), πρβλ. ά-συλος, πρό-συλος].

Greek Monotonic

ἱερόσῡλος: ὁ (συλάω), αυτός που βεβηλώνει το ναό, ιερόσυλος, Λατ. sacrilegus, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόσῡλος: ὁ, ἡ грабитель храмов, святотатец Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.

Middle Liddell

ἱερό-σῡλος, ὁ, συλάω
a temple-robber, sacrilegious person, Lat. sacrilegus, Ar., Plat.

Chinese

原文音譯:ƒerÒsuloj 希誒羅-需羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:聖的-扣留(者)
字義溯源:殿宇掠奪者,盜竊聖物的,偷竊廟物;由(ἱερόν)=聖殿)與(συλάω)=掠奪)組成;其中 (ἱερόν)出自(ἱερός)*=聖的),而 (συλάω)出自(συλλυπέω)X*=剝奪)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們⋯偷竊廟中之物(1) 徒19:37

English (Woodhouse)

sacrilegious man

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)