ἄπληστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "neut. pl. as Adv." to "neuter plural as adverb")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insaciable]] de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones [[codicioso]] c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.<i>R</i>.442a, <i>Lg</i>.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables</i> Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί [[codicioso|codiciosos]] [[traficante|traficantes]] de [[esclavo|esclavos]]</i> Ar.<i>Pl</i>.521, [[ἀνήρ]] LXX <i>Pr</i>.28.25, cf. Hp.<i>Ep</i>.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e<br /><b class="num">•</b>en rel. c. otras cosas [[que no se sacia]] c. gen. κακῶν E.<i>Hel</i>.1102, αἵματος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un [[pez]] [[λαίμαργος]] ... καὶ [[ἄπληστος]] Arist.<i>HA</i> 591<sup>b</sup>2<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[insaciable]] c. gen. Στάσις ... ἄπληστος κακῶν A.<i>Eu</i>.976, [[χάρις]] γόων E.<i>Supp</i>.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.<i>Smp</i>.4.25, [[ἡδονή]] Ph.1.316, D.C.48.37.4, [[ἐπιθυμία]] Ph.2.377, [[ὄρεξις]] Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.<br /><b class="num">2</b> fig. de abstr. [[interminable]], [[ilimitado]] [[βοή]] S.<i>El</i>.1336, [[εὐωχία]] Plb.6.8.5, ἀ. [[χαρά]] = [[ilimitado|ilimitada]] [[alegría]]</i> Eus.<i>VC</i> 1.39, [[συγγραφή|συγγραφὴ]] ἄπληστος = una [[obra]] [[desmesurado|desmesurada]]</i> Gr.Naz.M.35.1108B<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. adv. αἰ[ά]ξας [[ἄπληστα]] = [[llorar|llorando]] [[interminablemente]]</i>, <i>GVI</i> 1420.7 (Quíos).<br /><b class="num">3</b> adv. [[ἀπλήστως]] = [[insaciablemente]] φαγόντες Hp.<i>Int</i>.42, ἔχοντος Pl.<i>Grg</i>.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.<i>Ep</i>.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν [[ἀπλήστως]] [[διακεῖσθαι]] X.<i>Cyr</i>.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν [[σύριγξ|σύριγγα]]) ἔβλεπεν [[ἀπλήστως]] no se [[hartar|hartaba]] de [[mirar]]la</i> Longus 1.25.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insaciable]] de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones [[codicioso]] c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.<i>R</i>.442a, <i>Lg</i>.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables</i> Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί [[codicioso|codiciosos]] [[traficante|traficantes]] de [[esclavo|esclavos]]</i> Ar.<i>Pl</i>.521, [[ἀνήρ]] [[LXX]] <i>Pr</i>.28.25, cf. Hp.<i>Ep</i>.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e<br /><b class="num">•</b>en rel. c. otras cosas [[que no se sacia]] c. gen. κακῶν E.<i>Hel</i>.1102, αἵματος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un [[pez]] [[λαίμαργος]] ... καὶ [[ἄπληστος]] Arist.<i>HA</i> 591<sup>b</sup>2<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[insaciable]] c. gen. Στάσις ... ἄπληστος κακῶν A.<i>Eu</i>.976, [[χάρις]] γόων E.<i>Supp</i>.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.<i>Smp</i>.4.25, [[ἡδονή]] Ph.1.316, D.C.48.37.4, [[ἐπιθυμία]] Ph.2.377, [[ὄρεξις]] Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.<br /><b class="num">2</b> fig. de abstr. [[interminable]], [[ilimitado]] [[βοή]] S.<i>El</i>.1336, [[εὐωχία]] Plb.6.8.5, ἀ. [[χαρά]] = [[ilimitado|ilimitada]] [[alegría]]</i> Eus.<i>VC</i> 1.39, [[συγγραφή|συγγραφὴ]] ἄπληστος = una [[obra]] [[desmesurado|desmesurada]]</i> Gr.Naz.M.35.1108B<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. adv. αἰ[ά]ξας [[ἄπληστα]] = [[llorar|llorando]] [[interminablemente]]</i>, <i>GVI</i> 1420.7 (Quíos).<br /><b class="num">3</b> adv. [[ἀπλήστως]] = [[insaciablemente]] φαγόντες Hp.<i>Int</i>.42, ἔχοντος Pl.<i>Grg</i>.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.<i>Ep</i>.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν [[ἀπλήστως]] [[διακεῖσθαι]] X.<i>Cyr</i>.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν [[σύριγξ|σύριγγα]]) ἔβλεπεν [[ἀπλήστως]] no se [[hartar|hartaba]] de [[mirar]]la</i> Longus 1.25.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:55, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπληστος Medium diacritics: ἄπληστος Low diacritics: άπληστος Capitals: ΑΠΛΗΣΤΟΣ
Transliteration A: áplēstos Transliteration B: aplēstos Transliteration C: aplistos Beta Code: a)/plhstos

English (LSJ)

ον, A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El.1336, Arist.HA591b2, etc.; sometimes confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v. 2 c. gen., ἄπληστος χρημάτων = greedy for money, ἄπληστος αἵματος = bloodthirsty, Hdt.1.187, 212, Pl.Lg.773e, etc.; κακῶν A.Eu. 976 (lyr.). II Adv. ἀπλήστως, ἀπλήστως ἔχειν Pl.Grg.493c, al.; ἀπλήστως διακεῖσθαι, ἀπλήστως ἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14, Isoc.5.135,8.7: also neuter plural as adverb, αἰάξας ἄπληστα CIG2240 (Chios).

German (Pape)

[Seite 292] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, χαρά Soph. El. 1328; φροντίς Aesch. Eum. 933.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπληστος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· πολλάκις συγχέεται τῷ ἄπλαστος (ὅ ἐ. ἄπλατος), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) μετὰ γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, ἀκόρεστος εἰς χρήματα, αἷμα, Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· περί τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 insatiable de, gén.;
2 inassouvi.
Étymologie: ἀ, πίμπλημι.

Spanish (DGE)

-ον
1 insaciable de pers. y en rel. c. riquezas o posesiones codicioso c. gen. χρημάτων Hdt.1.187, Pl.R.442a, Lg.773e, D.27.60, abs. ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον la gente baja tiene aspiraciones insaciables Thgn.109, cf. D.49.67, ἄ. ἀνδραποδισταί codiciosos traficantes de esclavos Ar.Pl.521, ἀνήρ LXX Pr.28.25, cf. Hp.Ep.17 (p.376), como tít. de una com. de Dífilo, Ath.370e
en rel. c. otras cosas que no se sacia c. gen. κακῶν E.Hel.1102, αἵματος Hdt.1.212, τοῦ μανθάνειν Plu.2.592f, abs. de un pez λαίμαργος ... καὶ ἄπληστος Arist.HA 591b2
de abstr. insaciable c. gen. Στάσις ... ἄπληστος κακῶν A.Eu.976, χάρις γόων E.Supp.79, abs. τὸ πεφιληκέναι X.Smp.4.25, ἡδονή Ph.1.316, D.C.48.37.4, ἐπιθυμία Ph.2.377, ὄρεξις Ph.1.391, ὀργή D.C.78.26.4.
2 fig. de abstr. interminable, ilimitado βοή S.El.1336, εὐωχία Plb.6.8.5, ἀ. χαρά = ilimitada alegría Eus.VC 1.39, συγγραφὴ ἄπληστος = una obra desmesurada Gr.Naz.M.35.1108B
neutr. plu. adv. αἰ[ά]ξας ἄπληστα = llorando interminablemente, GVI 1420.7 (Quíos).
3 adv. ἀπλήστως = insaciablemente φαγόντες Hp.Int.42, ἔχοντος Pl.Grg.493c, Gr.Naz.M.37.938A, πεινώντων ἀνθρώπων Pl.Ep.354c, πρὸς μίαν ἡδονὴν ἀπλήστως διακεῖσθαι X.Cyr.4.1.14, cf. Isoc.5.135, αὐτὴν (τὴν σύριγγα) ἔβλεπεν ἀπλήστως no se hartaba de mirarla Longus 1.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπληστος, -ον) πίμπλημι
ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης.

Greek Monotonic

ἄπληστος: -ον (πίμπλημι
I. 1. ακόρεστος, ανικανοποίητος, πλεονέκτης, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με γεν., ἄπληστος χρημάτων, ακόρεστος στα χρήματα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. επίρρ., ἀπλήστως ἔχειν, είμαι ανικανοποίητος, σε Πλάτ.· ἀπλήστως διακεῖσθαι ή ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄπληστος:
1) ненасытный, алчный (χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.): ἄ. αἵματος Her. кровожадный;
2) неистощимый (χαρά Soph.; κακῶν Aesch.): ἄ. λύπης Aesch. безутешный;
3) опустевший, покинутый (κοίτη Eur. - v.l. ἄπλατος).

Middle Liddell

πίμπλημι
I. not to be filled, insatiate, Soph., etc.
2. c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc.
II. adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.

English (Woodhouse)

greedy, insatiable, unsated, greedy of, voracious of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)