ἑψία: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] ἡ, ion. [[ἑψίη]], auch [[ἑψιά]] u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von [[ἕπομαι]] ableitet, [[ὁμιλία]] erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] ἡ, ion. [[ἑψίη]], auch [[ἑψιά]] u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von [[ἕπομαι]] ableitet, [[ὁμιλία]] erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> entretien familier;<br /><b>2</b> amusement, badinage.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑψία''': Ἰων. ἑψίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) [[παιγνίδιον]] [[ὅπερ]] ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: [[καθόλου]], [[παιδιά]], [[παιγνίδιον]], Νικ. Θ. 880· «[[ἑψία]]· [[γέλως]], [[παιδιά]], [[χλεύη]], [[ἔφοδος]]· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. [[ὁμιλία]]. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. [[τύπος]] ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια». | |lstext='''ἑψία''': Ἰων. ἑψίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) [[παιγνίδιον]] [[ὅπερ]] ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: [[καθόλου]], [[παιδιά]], [[παιγνίδιον]], Νικ. Θ. 880· «[[ἑψία]]· [[γέλως]], [[παιδιά]], [[χλεύη]], [[ἔφοδος]]· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. [[ὁμιλία]]. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. [[τύπος]] ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:15, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], Ion. ἑψίη, ἡ, amusement, S.Fr.3; plaything, Nic.Th.880: pl., ἔψια, τά, EM406.8; ἕψεια, Hsch. (Etym. uncertain: derived by Hsch. from ἕπρμαι, by EM from ἔπος. The connection with Lat. jocus is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, ion. ἑψίη, auch ἑψιά u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von ἕπομαι ableitet, ὁμιλία erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entretien familier;
2 amusement, badinage.
Étymologie: cf. ἔπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑψία: Ἰων. ἑψίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) παιγνίδιον ὅπερ ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: καθόλου, παιδιά, παιγνίδιον, Νικ. Θ. 880· «ἑψία· γέλως, παιδιά, χλεύη, ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. τύπος ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια».
Greek Monolingual
(I)
ἑψία, ἡ (Μ) ἕψω
μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο.
(II)
ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)
1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια
2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση
3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια
«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»
4. (στον Ησύχ.) «ἕψεια
παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ἑψιῶμαι].
Greek Monotonic
ἑψία: Ιων. -ίη, ἡ, παιχνίδι που παιζόταν με χαλίκια, πετραδάκια.
Russian (Dvoretsky)
ἑψία: ἡ досл. игра в камешки, перен. забава, развлечение Soph.
Frisk Etymological English
-ίη
Grammatical information: f.
Meaning: joy, play (S. Fr. 3, Nic. Th. 880);
Other forms: Also ἀψίαι ἑορταί. Λάκωνες H.; ψιά H., ψιάδδειν = παίζειν (Ar.). Perhaps ψίνθος τέρψις H.
Compounds: as 2. member in φιλ-έψιος (Com.), ὁμ-έψιος (AP ). Also n. pl. ἕψεια παίγνια H., ἕψια (EM). Postverbal from ἑψιάομαι, -άσασθαι, also with ἀφ-, ἐφ-, καθ-, (en)joy, play (Od.; cf. Wackernagel Unt. 46f.).
Derivatives: Also, through loss of the anlauting vowel (Strömberg Wortstudien 45), ψιάδδειν = παίζειν (Ar. Lys. 1302 [lyr.], H.), ψιά χαρά, γελοίασμα, παίγνια H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like the "verbs of disease" in -ιάω (Schwyzer 732); further unclear. Obsolete hypotheses in Bq. - Note the variations: ἐ-, ἑ- ἀ, stress on first or second syllable and ψιά H., ψιάδδειν; the word will be Pre-Greek (Fur. 139, 352, 376). - Meier-Brügger, MSS 50 (1989) assumes a noun *sengʷʰ-ti- singing, with *῎῎ἔψις from *εμψις; one asks why *ἕμψις was not retained; it does not explain the variations; also there is no reason to assume that the word primarily referred to music.
Middle Liddell
ἑψία, ἡ,
a game played with pebbles.
Frisk Etymology German
ἑψία: -ίη
{hepsía}
Grammar: f.
Meaning: Vergnügung, Spiel (S. Fr. 3, Nik. Th. 880);
Composita: als Hinterglied in φιλέψιος (Kom.), ὁμέψιος (AP u. a.). Auch n. pl. ἕψεια· παίγνια H., ἕψια (EM). Postverbal von ἑψιάομαι, -άσασθαι, auch mit ἀφ-, ἐφ-, καθ-, sich vergnügen, spielen (ep. seit Od.; vgl. Wackernagel Unt. 46f.).
Derivative: Daneben, wahrscheinlich durch Wegfall des anlautenden Vokals (Strömberg Wortstudien 45), ψιάδδειν = παίζειν (Ar. Lys. 1302 [lyr.], H.), ψιά· χαρά, γελοίασμα, παίγνια H.
Etymology: Bildung wie die "Krankheitsverba" auf -ιάω (Schwyzer 732); sonst dunkel. Veraltete Hypothesen sind bei Bq notiert.
Page 1,604