ὑπόστρωμα: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1234.png Seite 1234]] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1234.png Seite 1234]] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστρώννυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόστρωμα''': τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται [[ὑποκάτω]], [[στρῶμα]], στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ [[σάγμα]] [[στρῶμα]], Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4. | |lstext='''ὑπόστρωμα''': τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται [[ὑποκάτω]], [[στρῶμα]], στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ [[σάγμα]] [[στρῶμα]], Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that which is spread under, bedding, litter, ἵππου X.Eq.5.2, cf. Dsc.1.103, Peripl.M.Rubr.65.
German (Pape)
[Seite 1234] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.
Étymologie: ὑποστρώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόστρωμα: τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται ὑποκάτω, στρῶμα, στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ σάγμα στρῶμα, Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4.
Greek Monolingual
το / ὑπόστρωμα, -ώματος, ΝΜΑ ὑποστρώννυμι
1. καθετί που στρώνεται από κάτω
2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το υπέδαφος
2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος του πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ανώτατο κατάστρωμα, κν. κουραδούρος
3. (βιοχ.) μόριο ή μόρια στα οποία ένα ένζυμο ασκεί την καταλυτική του βιοχημική δράση
4. (μικρβλ.) α) υλικό στο οποίο προστίθεται ή το οποίο περιέχει ένα θρεπτικό διάλυμα και το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσο καλλιέργειας ενός μικροοργανισμού
β) κάθε ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μικροοργανισμούς ως πηγή τροφής και, κατ' επέκταση, κάθε υλικό πάνω στο οποίο, εμφανίζεται ένας μικροοργανισμός
4. ιατρ. το σύνολο τών γενετικών, φυσιολογικών, ιστολογικών και βιοχημικών συνθηκών οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων νόσων
5. (βοτ.-ζωολ.) η βάση, λ.χ. το έδαφος ή ένας βράχος, πάνω στην οποία είναι στερεωμένο ένα φυτό ή ένα εδραίο ζώο
6. χημ. ένα από τα αντιδρώντα σώματα μιας χημικής αντίδρασης, το οποίο υφίσταται ορισμένη μεταβολή της χημικής δομής του
7. γλωσσ. τα στοιχεία που απαντούν σε μια γλώσσα και δεν μπορεί να ερμηνευθούν από την ίδια αυτή γλώσσα ή από άλλη της ίδιας γλωσσικής οικογένειας και τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη γλώσσα που προϋπήρξε και της οποίας οι ομιλητές εξέλιπαν απότομα ύστερα από μια κατάκτηση, θεομηνία ή οποιονδήποτε άλλο λόγο
8. γεωλ. στρώμα πάνω στο οποίο έχει αποτεθεί ένα άλλο στρώμα
9. μτφ. το πραγματικό αλλά αφανές αίτιο μιας ενέργειας ή πράξης
10. φρ. «υπόστρωμα καταλύτη»
χημ. αδρανές υλικό πάνω στο οποίο αποτίθεται ένας ενεργός καταλύτης προκειμένου να αυξηθεί το εμβαδόν της επιφάνειάς του και, κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητά του
μσν.
κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποστρώννυμι. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. substrate / substratum].
Greek Monotonic
ὑπόστρωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε στρώνεται, τοποθετείται από κάτω, στρώμα, στρωμνή, στρωσίδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόστρωμα: ατος τό подстилка (τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου Xen.).
Middle Liddell
ὑπόστρωμα, ατος, τό,
that which is spread under, a bed, litter, Xen.