ζείδωρος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui procure de l'épeautre ; fécond;<br /><b>2</b> (<i>par confus. avec</i> [[ζάω]]) qui donne la vie (Aphrodite).<br />'''Étymologie:''' [[ζειά]], δωρέομαι. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui procure de l'épeautre ; fécond;<br /><b>2</b> (<i>par confus. avec</i> [[ζάω]]) qui donne la vie (Aphrodite).<br />'''Étymologie:''' [[ζειά]], δωρέομαι. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ζείδωρος -ον [ζειά, δῶρον of ζωή, δῶρον] graangevend:; ζ. ἄρουρα graangevend land Od. 3.3; levengevend van Aphrodite. Emp. B 151. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζείδωρος:''' [[ζάω]] дарующий жизнь, жизнетворный ([[Ἀφροδίτη]] Emped. ap. Plut.).<br />[[ζειά]] дающий полбу, т. е. хлебородный ([[ἄρουρα]] Hom., Hes.; [[ὀπώρα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ζείδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει «[[ζειά]]» δηλ. [[σιτηρά]] με την ευρεία [[έννοια]]· ως επίθ. της γης· [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]], γη που είναι παραγωγική σε [[σιτηρά]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ζείδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει «[[ζειά]]» δηλ. [[σιτηρά]] με την ευρεία [[έννοια]]· ως επίθ. της γης· [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]], γη που είναι παραγωγική σε [[σιτηρά]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ζείδωρος''': -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, [[ζείδωρος]] ἄρουρα, [[γόνιμος]] γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ.· ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185· μετὰ γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = [[βιόδωρος]], ὁ παρέχων ζωήν, [[Ἀφροδίτη]] Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E· ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ζεί-δωρος, ον [[δῶρον]]<br />zea-giving, as [[epithet]] of the [[earth]], [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]] [[fruitful]] [[corn]]-[[land]], Hom. | |mdlsjtxt=ζεί-δωρος, ον [[δῶρον]]<br />zea-giving, as [[epithet]] of the [[earth]], [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]] [[fruitful]] [[corn]]-[[land]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:17, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A zea-giving (Plin.HN18.82, EM410.6), as epithet of the earth, ζείδωρος ἄρουρα Il.2.548, Od.3.3, Hes.Op.173; ζ. ἀρδμός Nonn.D.26.185: c. gen., ζ. ὀπώρης ἀχράς AP9.4 (Cyllen.): also in late Prose, Hld.9.22 (ζε (ϝ) έ-δωρος, cf. ζέα). II some authors derived it from ζάω,= βιόδωρος (so expld. by Hsch.), life-giving, Ἀφροδίτη Emp.151; Ἠέλιος Nonn.D.12.23, cf. 22.276. ζείζιν, mamma, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1137] Getreide, d. i. Frucht, Nahrung spendend, ἄρουρα, Il. 2, 548 u. oft, wie Hes. Nach Plut. amator. 13 nannte Empedocl. auch die Aphrodite so. Die Erkl. des Hesych. βιόδωρος hat verleitet an ζήδωρος zu denken.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui procure de l'épeautre ; fécond;
2 (par confus. avec ζάω) qui donne la vie (Aphrodite).
Étymologie: ζειά, δωρέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζείδωρος -ον [ζειά, δῶρον of ζωή, δῶρον] graangevend:; ζ. ἄρουρα graangevend land Od. 3.3; levengevend van Aphrodite. Emp. B 151.
Russian (Dvoretsky)
ζείδωρος: ζάω дарующий жизнь, жизнетворный (Ἀφροδίτη Emped. ap. Plut.).
ζειά дающий полбу, т. е. хлебородный (ἄρουρα Hom., Hes.; ὀπώρα Anth.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ζείδωρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνος («ζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.)
αρχ.
(για τη γη), γόνιμος («ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + -δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιόδωρος, φιλόδωρος. Βλ. και ετυμολογία της λ. ζειά.
Greek Monotonic
ζείδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει «ζειά» δηλ. σιτηρά με την ευρεία έννοια· ως επίθ. της γης· ζείδωρος ἄρουρα, γη που είναι παραγωγική σε σιτηρά, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
ζείδωρος: -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, ζείδωρος ἄρουρα, γόνιμος γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ.· ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185· μετὰ γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = βιόδωρος, ὁ παρέχων ζωήν, Ἀφροδίτη Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E· ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.
Middle Liddell
ζεί-δωρος, ον δῶρον
zea-giving, as epithet of the earth, ζείδωρος ἄρουρα fruitful corn-land, Hom.