καινόω: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καινώσω, <i>ao.</i> ἐκαίνωσα;<br /><b>1</b> créer du nouveau, inventer, innover ; <i>Pass., en parl. de changements politiques</i> καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;<br /><b>2</b> se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[καινός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καινώσω, <i>ao.</i> ἐκαίνωσα;<br /><b>1</b> créer du nouveau, inventer, innover ; <i>Pass., en parl. de changements politiques</i> καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;<br /><b>2</b> se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[καινός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καινόω''': (καινὸς) [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = [[ἐγκαινίζω]], [[κάμνω]] τὰ [[ἐγκαίνια]] οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.
|elnltext=καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.
}}
{{elru
|elrutext='''καινόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обновлять]], [[изменять]]: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;<br /><b class="num">2)</b> [[впервые вводить в употребление]], [[торжественно открывать]] ([[οἴκημα]] ὑπόγαιον Her.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καινόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обновлять]], [[изменять]]: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;<br /><b class="num">2)</b> [[впервые вводить в употребление]], [[торжественно открывать]] ([[οἴκημα]] ὑπόγαιον Her.).
|lstext='''καινόω''': (καινὸς) [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = [[ἐγκαινίζω]], [[κάμνω]] τὰ [[ἐγκαίνια]] οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.
}}
{{elnl
|elnltext=καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καινός]]<br /><b class="num">I.</b> to make new, [[innovate]]:— Pass., of [[political]] changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to [[have]] [[their]] minds revolutionised, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> = [[καινίζω]], to use for the [[first]] [[time]], to handsel, Hdt.
|mdlsjtxt=[[καινός]]<br /><b class="num">I.</b> to make new, [[innovate]]:— Pass., of [[political]] changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to [[have]] [[their]] minds revolutionised, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> = [[καινίζω]], to use for the [[first]] [[time]], to handsel, Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόω Medium diacritics: καινόω Low diacritics: καινόω Capitals: ΚΑΙΝΟΩ
Transliteration A: kainóō Transliteration B: kainoō Transliteration C: kainoo Beta Code: kaino/w

English (LSJ)

(καινός) A make new, change, τὰ ἐπιβουλεύματα D.C.47.4; of language, D.H.Th.21:—Pass., of political changes, Th.1.71; καινοῦσθαι τὰς διανοίας in inventing new devices, Id.3.82, cf. Ph.1.326, 2.156. II = καινίζω, use for the first time, handsel, Hdt.2.100. III renew, φόβον Ph.2.78.

German (Pape)

[Seite 1295] neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν οἴκημα καινοῦν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. καινίζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καινώσω, ao. ἐκαίνωσα;
1 créer du nouveau, inventer, innover ; Pass., en parl. de changements politiques καινοῦσθαι τὰς διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;
2 se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..
Étymologie: καινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.

Russian (Dvoretsky)

καινόω:
1) обновлять, изменять: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;
2) впервые вводить в употребление, торжественно открывать (οἴκημα ὑπόγαιον Her.).

Greek Monotonic

καινόω: μέλ. -ώσω (καινός),
I. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό σύστημα, σε Θουκ.· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.
II. καινίζω, χρησιμοποιώ για πρώτη φορά, εγκαινιάζω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καινόω: (καινὸς) μεταβάλλω, ἀλλάσσω, τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = ἐγκαινίζω, κάμνω τὰ ἐγκαίνια οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. ἀνακαινίζω, ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.

Middle Liddell

καινός
I. to make new, innovate:— Pass., of political changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to have their minds revolutionised, Thuc.
II. = καινίζω, to use for the first time, to handsel, Hdt.