σκῶλος: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu, poteau;<br /><b>2</b> épine, piquant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκόλοψ]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu, poteau;<br /><b>2</b> épine, piquant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκόλοψ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκῶλος -ου, ὁ [~ σκόλοψ?] puntige paal. uitbr. doorn, stekel. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκῶλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кол]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[шип]], [[колючка]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σκῶλος:''' ὁ, όπως το [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''σκῶλος:''' ὁ, όπως το [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκῶλος''': ὁ, ὡς τὸ [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», [[ὥστε]] σκ. [[πυρίκαυστος]] Ἰλ. Ν. 564· [[ὡσαύτως]], [[ἄκανθα]], [[κέντρον]] («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ,= σκόλοψ, A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P. 2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23. 3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῶλος -ου, ὁ [~ σκόλοψ?] puntige paal. uitbr. doorn, stekel.
Russian (Dvoretsky)
σκῶλος: ὁ
1) кол Hom.;
2) шип, колючка Arph.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο, παλούκι
2. αγκάθι («ἦν τις ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», Αριστοφ.)
3. συμφορά, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκόλοψ «πάσσαλος, παλούκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. hell «τρυπητήρι, σούβλα», helle «σούβλα, ακόντιο», λιθουαν. kuōlas «παλούκι»].
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκώλοισι
δρεπάνοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκώληκας].
(III)
τὸ, Α
(αμφβλ. σημ.) οικιακό σκεύος άγνωστης χρήσης.
Greek Monotonic
σκῶλος: ὁ, όπως το σκόλοψ, πάσσαλος που έχει αιχμηρή απόληξη, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pointed pole ( Ν 564), thorn, prickle (Ar. a. o.);
Other forms: Also σκῶλον, pl. -α id. (EM, H.), metaph. stumbling block, hindrance, σκάνδαλον with -όομαι be offended (LXX; Aq., Al.).
Compounds: σκωλο-βατίζω to walk on stilts (Epich.), -βάτης kind of weevil (H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can be identcial with Alb. hell piercer, awl, helle (prop. pl.) broach, spear, lance (IE *skōlo-s; G. Meyer Alb. Wb. 145f., Jokl IF 37, 98f., Mann Lang. 26, 386). Beside it the s-less Lith. kuõlas pole; further s. σκάλλω, alo κλάω. Cf. also σκόλοψ.
Middle Liddell
σκῶλος, ὁ,
like σκόλοψ, a pointed stake, Il.
Frisk Etymology German
σκῶλος: {skō̃los}
Forms: Auch σκῶλον, pl. -α ib. (EM, H.), übertr. Anstoß, σκάνδαλον mit -όομαι Anstoß nehmen (LXX; Aq., Al.).
Grammar: m.
Meaning: Spitzpfahl ( Ν 564), Dorn, Stachel (Ar. u. a.);
Composita: σκωλοβατίζω auf Stelzen gehen (Epich.), -βάτης Art Rüsselkäfer (H.).
Etymology: Kann mit alb. hell Pfriem, Ahle, helle (eig. pl.) Bratspieß, Spieß, Lanze uridentisch sein (idg. *sqōlo-s; G. Meyer Alb. Wb. 145f., Jokl IF 37, 98f., Mann Lang. 26, 386). Daneben steht das slose lit. kuõlas Pfahl; des weiteren s. σκάλλω, auch κλάω. Vgl. noch σκόλοψ.
Page 2,745-746