στρηνιάω: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être orgueilleux, insolent;<br /><b>2</b> vivre dans la mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[στρῆνος]]¹ et [[στρῆνος]]².
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être orgueilleux, insolent;<br /><b>2</b> vivre dans la mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[στρῆνος]]¹ et [[στρῆνος]]².
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρηνιάω''': μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, [[ἀκολασταίνω]], [[λέξις]] τῶν ποιητῶν τῆς [[νέας]] κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ [[τρυφάω]], Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 ([[ἔνθα]] ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], [[κομπάζω]], τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ [[βαρέως]] φέρειν».
|elnltext=στρηνιάω in weelde leven. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''στρηνιάω:''' [[быть высокомерным]] (πορνεύειν καὶ σ. NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στρηνιάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, είμαι [[άσωτος]], [[ακόλαστος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''στρηνιάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, είμαι [[άσωτος]], [[ακόλαστος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρηνιάω:''' [[быть высокомерным]] (πορνεύειν καὶ σ. NT).
|lstext='''στρηνιάω''': μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, [[ἀκολασταίνω]], [[λέξις]] τῶν ποιητῶν τῆς [[νέας]] κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ [[τρυφάω]], Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 ([[ἔνθα]] ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], [[κομπάζω]], τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ [[βαρέως]] φέρειν».
}}
{{elnl
|elnltext=στρηνιάω in weelde leven. NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρηνιάω Medium diacritics: στρηνιάω Low diacritics: στρηνιάω Capitals: ΣΤΡΗΝΙΑΩ
Transliteration A: strēniáō Transliteration B: strēniaō Transliteration C: striniao Beta Code: strhnia/w

English (LSJ)

run riot, wax wanton, Antiph.82, Sophil.6, Diph.132, Lyc.Fr.1.2, Apoc.18.7,9, PMeyer 20.23 (iii A.D.);= gerrio, gestio, Gloss.; cf. Phryn.357.

German (Pape)

[Seite 954] überkräftig sein, übermüthig sein, oft in der neuen Comödie, für τρυφάω, zuerst Antiphan. dei Ath. III, 127 d; Diphil. in B. A. 113; N. T.; vgl. Lob. Phryn. 384.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être orgueilleux, insolent;
2 vivre dans la mollesse.
Étymologie: στρῆνος¹ et στρῆνος².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρηνιάω in weelde leven. NT.

Russian (Dvoretsky)

στρηνιάω: быть высокомерным (πορνεύειν καὶ σ. NT).

English (Strong)

from a presumed derivative of στρῆνος; to be luxurious: live deliciously.

English (Thayer)

στρηνιω: 1aor ἐστρηνίασα; (from στρῆνος, which see); a word used in middle and later Comedy for τρυφαν (cf. Lob. ad Phryn., p. 381; (Rutherford, New Phryn., p. 475f; Winer's Grammar, 25)); to be wanton, to live luxuriously: καταστρηνιάω.)

Greek Monotonic

στρηνιάω: μέλ. -άσω, είμαι άσωτος, ακόλαστος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

στρηνιάω: μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, ἀκολασταίνω, λέξις τῶν ποιητῶν τῆς νέας κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ τρυφάω, Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 (ἔνθα ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, ὡσαύτως ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, κομπάζω, τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ βαρέως φέρειν».

Middle Liddell

στρηνιάω, fut. -άσω [from στρηνής
to run riot, wax wanton, NTest.

Chinese

原文音譯:strhni£w 士特雷你阿哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:參與
字義溯源:奢華,過奢華生活,變為任性,成為放縱;源自(στρῆνος)*=濫用,奢華),類似(στερεός)=堅硬的,徹底的)。
同義字:1) (σπαταλάω)貪戀酒色 2) (στρηνιάω)奢華 3) (τρυφάω)宴樂比較: (καταστρηνιάω)=放縱情慾
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編
1) 過奢華生活(2) 啓18:7; 啓18:9