ἀνακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα <i>ou</i> φίλον τινά qqn pour ami;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, <i>etc.</i>) ; [[ἐς]] ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα <i>ou</i> φίλον τινά qqn pour ami;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, <i>etc.</i>) ; [[ἐς]] ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κτάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακτάομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вновь завладевать]], [[получать обратно]], [[отвоевывать]] ([[δῶμα]] πατρός Aesch.; τυραννίδα Her.; τὴν πατρῴαν [[ἀρχήν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[восполнять]] (τὰς ἐλαττώσεις Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[приобретать]]: φίλους τινάς τινι ἀνακτήσασθαι Xen. с помощью чего-л. сделать кого-л. своими друзьями;<br /><b class="num">4)</b> [[склонять на свою сторону]] (τινα Her., Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακτάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>ἀν-έκτημαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακτώ]] για τον εαυτό μου, [[επανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου, [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀνακτάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>ἀν-έκτημαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακτώ]] για τον εαυτό μου, [[επανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου, [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακτάομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вновь завладевать]], [[получать обратно]], [[отвоевывать]] ([[δῶμα]] πατρός Aesch.; τυραννίδα Her.; τὴν πατρῴαν [[ἀρχήν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[восполнять]] (τὰς ἐλαττώσεις Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[приобретать]]: φίλους τινάς τινι ἀνακτήσασθαι Xen. с помощью чего-л. сделать кого-л. своими друзьями;<br /><b class="num">4)</b> [[склонять на свою сторону]] (τινα Her., Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Dep., to [[regain]] for [[oneself]], get [[back]] [[again]], [[recover]], Hdt., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. pers. to win a [[person]] [[over]], [[gain]] his [[favour]] or [[friendship]], Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Dep., to [[regain]] for [[oneself]], get [[back]] [[again]], [[recover]], Hdt., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. pers. to win a [[person]] [[over]], [[gain]] his [[favour]] or [[friendship]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτάομαι Medium diacritics: ἀνακτάομαι Low diacritics: ανακτάομαι Capitals: ΑΝΑΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anaktáomai Transliteration B: anaktaomai Transliteration C: anaktaomai Beta Code: a)nakta/omai

English (LSJ)

fut. ἀνακτήσομαι: pf. A ἀνέκτημαι S.Fr.358:—regain for oneself, recover, τυραννίδα, ἀρχὴν ἀ. ὀπίσω, Hdt.1.61, 3.73; Ἄργος ἐς ἑωυτοὺς ἀ. ὀπίσω 6.83; δῶμα πατρός A.Ch.237; ἀ. ταῖς πόλεσι τὴν ἐλευθερίαν D.S.16.14; repair, retrieve, ἐλαττώσεις Plb.10.33.4. 2 refresh, revive, σώματα, ψυχάς, Id.3.60.7, 87.3; τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων D.H.2.42; γλήχων . . λειποθυμοῦντας ἀνακτᾶται Dsc.3.31; ἀ. ἑαυτόν J.AJ9.6.4, Arr.Epict.3.25.4, etc. 3 reinstate, τοὺς ἐπταικότας D.C.44.47; restore, ναούς Id.53.2; θυσίας IG2.628. II c. acc. pers., win a person over, gain his favour or friendship, τὸν θεόν Hdt.1.50, X.Cyr.1.3.9, Men.Pk.123, etc.; παμπόλλους φίλους X.Cyr.2.2.10. (Act. dub., v. sub ἀνακτίζω.)

Spanish (DGE)

I 1de cosas recuperar, recobrar δῶμ' ἀνακτήσῃ πατρός A.Ch.237, τυραννίδα Hdt.1.61, τὴν ἀρχήν Hdt.3.73, τὸ Ἄργος Hdt.6.83, ἀνακτησάμενος τὰ[ν] ... χώραν IG 12(1).1036 (Rodas II a.C.), ταῖς πόλεσιν ... τὴν ἐλευθερίαν D.S.16.14, cf. D.C.Epit.8.22.5, τὴν νῆσον ... πᾶσαν D.C.Epit.9.4.1
de tierras abandonadas PCornell 20a.7, 27 (IV a.C.), SB 10989.18 (IV a.C.)
reparar τὰς ἐλαττώσεις Plb.10.33.4, τοὺς λοιποὺς (ναούς) αὐτὸς ἀνεκτήσατο D.C.53.2.4, τὴν πλεονάσασαν ... ἔκλυσιν ἀνεκτήσατο Ἀριστείδης Arístides puso término a la extendida ... decadencia (de la oratoria), Longin.Fr.12
reinstaurar, restablecer ἀνεκτήσατο τὰς ... θυσίας IG 22.1338.13 (Eleusis I a.C.), τὰ δόγματα IG 22.1368.14 (II a.C.).
2 de pers. hacer restablecerse, reanimar, animar ἀνεκτᾶτο καὶ τὰς ψυχὰς ἅμα καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν Plb.3.60.7, cf. 3.87.3, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων ἀνακτησάμενοι D.H.2.42, τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τηλικαύτης καταφθορᾶς ... ἀνακτωμένους a los hombres que se reponían después de tan gran catástrofe, UPZ 110.127 (II a.C.), λειποθυμοῦντάς τε ἀνακτᾶται Dsc.3.31, ἑαυτὸν ... ἀνεκτᾶτο I.AI 9.123, cf. Arr.Epict.3.25.4, ἐμαυτὸν ἀνακτήσα[σθαι ἀ] πὸ τῶν καμάτων PFay.106.18 (II a.C.), τοὺς φίλους Luc.Tox.55.
II de pers. ganarse, ganarse el favor de τὸν θεόν Hdt.1.50, ἀνακτήσομαί σε X.Cyr.1.3.9, cf. D.61.51, τὴν μητέρα Men.Pc.313, παμπόλλους φίλους X.Cyr.2.2.10, τοὺς ἐπταικότας D.C.44.47.3, ἔχοντας δυσμενῶς I.AI 15.365
de cosas ganar ἀνεκτᾶτο τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν πράγματα τοῖς Καρχηδονίοις Plb.2.1.6, τὰ δὲ πράγματα [ἀ] νεκτ[ά] σατο βασιλεῖ Μιθραδάτᾳ Εὐπάτορι IPE 12.352.43 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 194] 1) sich wieder erwerben, wieder erlangen, Aesch. Ch. 286; ἀρχήν, τυραννίδα, Her. 3, 73. 1, 65; ἑαυτόν, wieder zu sich kommen; σώματα, ψυχάς, wiederherstellen, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων, Dion. H. 2. 42, für ihre Herstellung sorgen; vgl. 8, 85, wo θεραπείαις dabeisteht; Pol. 3, 60. 87, τὰς ἐλαττώσεις, den Schaden wieder gut machen. – 2) (ohne merklichen Einfluß von ἀνά) τινά mit u. ohne φίλον, sich jemand zum Freunde machen, gewinnen, θεόν Her. 1, 50; Dem. 61, 51; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 (ἀνά, en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα ou φίλον τινά qqn pour ami;
2 (ἀνά, en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, etc.) ; ἐς ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.
Étymologie: ἀνά, κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακτάομαι:
1) вновь завладевать, получать обратно, отвоевывать (δῶμα πατρός Aesch.; τυραννίδα Her.; τὴν πατρῴαν ἀρχήν Plut.);
2) восполнять (τὰς ἐλαττώσεις Polyb.);
3) приобретать: φίλους τινάς τινι ἀνακτήσασθαι Xen. с помощью чего-л. сделать кого-л. своими друзьями;
4) склонять на свою сторону (τινα Her., Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτάομαι: μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω πάλιν ὀπίσω, τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. ὀπίσω Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· δῶμα πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) ἀναψύχω, ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: ἐπισκευάζω, ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., κερδαίνω τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ μέρος μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· ὡσαύτως, φίλον ἀν. τινὰ αὐτόθι 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ.

Greek Monotonic

ἀνακτάομαι: μέλ. -ήσομαι, παρακ. ἀν-έκτημαι· αποθ.·
I. ανακτώ για τον εαυτό μου, επανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. με αιτ. προσ., κερδίζω την εύνοια κάποιου, κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία του, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell


I. Dep., to regain for oneself, get back again, recover, Hdt., Aesch.
II. c. acc. pers. to win a person over, gain his favour or friendship, Hdt., Xen.