firme: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(2)
(CSV import)
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[βάσιμος]], [[ἔμπεδος]], [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμετανόητος]], [[ἐμπεδόμυθος]], [[ἀνενδοίαστος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[δυσκινησία]], [[ἀτρεκής]], [[ἀχώλευτος]], [[ἀπαράπτωτος]], [[ἀδόνητος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀτρεμής]], [[ἀναπότρεπτος]], [[ἀπερίκλαστος]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἄκλονος]], [[ἀστεμφής]], [[διαστηρίζω]], [[ἐνστηνής]], [[βριαρός]], [[βαθύς]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀσάλευτος]], [[ἄσειστος]], [[ἀπαρασάλευτος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀμετάκλιτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἄτρομος]], [[δυσαντίρρητος]], [[δυσπαθής]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀρρεπής]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἀντιβατικός]], [[ἔμμονος]], [[ἐμβριθής]], [[ἀπτώς]], [[ἀταρβής]], [[ἄπτωτος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀπαρακόμιστος]], [[ἀπτής]], [[ἀκαμπής]], [[ἀκλινής]], [[ἀτάρβακτος]], [[ἀκάρδιος]], [[ἀντίτυπος]], [[ἁδινός]], [[ἄρρεμβος]], [[βεβαιότροπος]], [[ἑδράστερος]], [[ἑδραῖος]], [[ἐμπεδοσθενής]], [[ἔντονος]], [[ἄμοτον]]
|sltx=[[βάσιμος]], [[βέβαιος]], [[βαθύς]], [[βεβαιότροπος]], [[βριαρός]], [[διαστηρίζω]], [[δυσαντίρρητος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκινησία]], [[δυσπαθής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀδόνητος]], [[ἀκάρδιος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀκαμπής]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκηδής]], [[ἀκλινής]], [[ἀλανής]], [[ἀμετάκλιτος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀναπότρεπτος]], [[ἀνενδοίαστος]], [[ἀντίτυπος]], [[ἀντιβατικός]], [[ἀπαράπτωτος]], [[ἀπαρακόμιστος]], [[ἀπαρασάλευτος]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀπερίκλαστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἀπτής]], [[ἀπτώς]], [[ἀρρεπής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀτάρβακτος]], [[ἀταρβής]], [[ἀτρεκής]], [[ἀτρεμής]], [[ἀχώλευτος]], [[ἁδινός]], [[ἄκλονος]], [[ἄμοτον]], [[ἄπτωτος]], [[ἄρρεμβος]], [[ἄσειστος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἄτρομος]], [[ἐμβριθής]], [[ἐμπεδοσθενής]], [[ἐμπεδόμυθος]], [[ἐνστηνής]], [[ἑδράστερος]], [[ἑδραῖος]], [[ἔμμονος]], [[ἔμπεδος]], [[ἔντονος]]
}}
}}

Revision as of 18:44, 10 October 2022

Latin > English (Lewis & Short)

firmē: adv., v. firmus.

Latin > French (Gaffiot 2016)

firmē¹⁴ (firmus), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 || firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.

Latin > German (Georges)

fīrmē, Adv. (firmus), fest, mit Festigkeit, I) eig.: insistere, Suet.: firmius durare, Plin.: firmissime statuere alqd, Vitr. – II) übtr., fest, bestimmt, praemandare alqm, recht kräftig, Plaut.: alqd comprehendere, Cic.: graviter et firme respondere, Plin. ep.: firmissime asseverare, steif u. fest, Cic.

Spanish > Greek

βάσιμος, βέβαιος, βαθύς, βεβαιότροπος, βριαρός, διαστηρίζω, δυσαντίρρητος, δυσκίνητος, δυσκινησία, δυσπαθής, δυσπερίτρεπτος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάσειστος, ἀδόνητος, ἀκάρδιος, ἀκίνητος, ἀκαμπής, ἀκατάβλητος, ἀκηδής, ἀκλινής, ἀλανής, ἀμετάκλιτος, ἀμετάπειστος, ἀμετάπτωτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμεταμέλητος, ἀμετανόητος, ἀναπότρεπτος, ἀνενδοίαστος, ἀντίτυπος, ἀντιβατικός, ἀπαράπτωτος, ἀπαρακόμιστος, ἀπαρασάλευτος, ἀπαραχώρητος, ἀπερίκλαστος, ἀπρόπτωτος, ἀπτής, ἀπτώς, ἀρρεπής, ἀσάλευτος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσφαλής, ἀτάρβακτος, ἀταρβής, ἀτρεκής, ἀτρεμής, ἀχώλευτος, ἁδινός, ἄκλονος, ἄμοτον, ἄπτωτος, ἄρρεμβος, ἄσειστος, ἄτρεπτος, ἄτρομος, ἐμβριθής, ἐμπεδοσθενής, ἐμπεδόμυθος, ἐνστηνής, ἑδράστερος, ἑδραῖος, ἔμμονος, ἔμπεδος, ἔντονος