κλάσμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klasma
|Transliteration C=klasma
|Beta Code=kla/sma
|Beta Code=kla/sma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fragment]], [[morsel]], IG22.1425.347,368, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>30.12</span>, <span class="bibl">D.S.17.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>6.43</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>19</span>, <span class="title">AP</span>6.304 (Phan.), <span class="bibl">11.153</span> (Lucill.); μελάθρων κλάσματα <span class="title">Inscr.Délos</span>400.44 (ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lesion]], [[rupture]], <span class="bibl">Vett.Val.110.31</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fragment]], [[morsel]], IG22.1425.347,368, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">1 Ki.</span>30.12</span>, <span class="bibl">D.S.17.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>6.43</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>19</span>, <span class="title">AP</span>6.304 (Phan.), <span class="bibl">11.153</span> (Lucill.); μελάθρων κλάσματα <span class="title">Inscr.Délos</span>400.44 (ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lesion]], [[rupture]], <span class="bibl">Vett.Val.110.31</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάσμα Medium diacritics: κλάσμα Low diacritics: κλάσμα Capitals: ΚΛΑΣΜΑ
Transliteration A: klásma Transliteration B: klasma Transliteration C: klasma Beta Code: kla/sma

English (LSJ)

ατος, τό, A fragment, morsel, IG22.1425.347,368, LXX 1 Ki.30.12, D.S.17.13, Ev.Marc.6.43, Plu.TG19, AP6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.); μελάθρων κλάσματα Inscr.Délos400.44 (ii B.C.). II lesion, rupture, Vett.Val.110.31.

German (Pape)

[Seite 1446] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau brisé, fragment.
Étymologie: κλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάσμα -τος, τό [κλάω] stuk, brok.

Russian (Dvoretsky)

κλάσμα: ατος τό обломок (sc. τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT.

English (Strong)

from κλάω; a piece (bit): broken, fragment.

English (Thayer)

κλασματος, τό (κλάω), a fragment, broken piece: plural, of remnants of food, Xenophon, cyn. 10,5; Diodorus 17,13; Plutarch, Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)

Greek Monolingual

το (AM κλάσμα) κλώ
τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα μονάδας («ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μαθ. ο μη ακέραιος ρητός αριθμός, που γράφεται υπό τη μορφή α/β, όπου ο α λέγεται αριθμητής και ο β παρονομαστής
2
(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η διαλυτότητα, τα όρια ζέσης και τήξης, με βάση τις οποίες καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός του από το υπόλοιπο μίγμα κατά τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.
μσν.
(για γόνατα) λύγισμα, άρθρωση
μσν.-αρχ.
1. σπάσιμο, θλάση, εξάρθρωση
2. διάρρηξη, εισβολή σε σπίτι
αρχ.
1. τρίμμα, ψίχουλο, απομεινάρι
2. ρήγμα, ρωγμή, χάσμα, ράγισμα.

Greek Monotonic

κλάσμα: -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κλάσμα: τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, τεμάχιον, Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.

Middle Liddell

κλάσμα, ατος, τό, κλάω
that which is broken off, a fragment, morsel, NTest., Plut.

Chinese

原文音譯:kl£sma 克拉士馬
詞類次數:名詞(9)
原文字根:破碎(果效)
字義溯源:片,碎片,餅屑,零碎;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(9);太(2);可(4);路(1);約(2)
譯字彙編
1) 零碎(9) 太14:20; 太15:37; 可6:43; 可8:8; 可8:19; 可8:20; 路9:17; 約6:12; 約6:13

Mantoulidis Etymological

(=κομμάτι). Ἀπό τό κλάω (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.