παραδρομή: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paradromi
|Transliteration C=paradromi
|Beta Code=paradromh/
|Beta Code=paradromh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running beside]]: hence concretely, <b class="b3">π. κολάκων</b> [[attendant swarm]] of flatterers, <span class="bibl">Posidon. 7</span> J.; <b class="b3">μετὰ πολλῆς π</b>. with a large [[train]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>3.28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[running by]], [[traversing]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>17</span>; <b class="b3">ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον</b> [[cursorily]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336b24</span>; ἐκ παραδρομῆς <span class="bibl">Plb.21.34.2</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running beside]]: hence concretely, <b class="b3">π. κολάκων</b> [[attendant swarm]] of flatterers, <span class="bibl">Posidon. 7</span> J.; <b class="b3">μετὰ πολλῆς π</b>. with a large [[train]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">2 Ma.</span>3.28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[running by]], [[traversing]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>17</span>; <b class="b3">ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον</b> [[cursorily]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336b24</span>; ἐκ παραδρομῆς <span class="bibl">Plb.21.34.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδρομή Medium diacritics: παραδρομή Low diacritics: παραδρομή Capitals: ΠΑΡΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: paradromḗ Transliteration B: paradromē Transliteration C: paradromi Beta Code: paradromh/

English (LSJ)

ἡ, A running beside: hence concretely, π. κολάκων attendant swarm of flatterers, Posidon. 7 J.; μετὰ πολλῆς π. with a large train, LXX 2 Ma.3.28. II running by, traversing, Plu.Alex.17; ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον cursorily, Arist.Pol.1336b24; ἐκ παραδρομῆς Plb.21.34.2.

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων παραδρομή, das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Ggstz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
course à travers ou au delà ; cours du temps.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδρομή -ῆς, ἡ [παραδραμεῖν] doortocht:; τῆς Παμφυλίας π. vaart langs Pamphylië Plut. Alex. 17.6; overdr.: ἐν παραδρομῇ terloops Aristot. Pol. 1336b24.

Russian (Dvoretsky)

παραδρομή:пробегание, быстрое прохождение (τῆς Παμφυλίας Plut.): ἐκ παραδρομῆς Arst., Plut. и ἐν παραδρομῇ Arst. мимоходом, вскользь.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
απροσεξία, αβλεψίαλάθος εκ παραδρομής»)
μσν.
(για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται κάποιος με προθυμίαπαραδρομή κολάκων», Ποσειδών)
2. ακολουθία, συνοδεία («μετὰ πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)
3. διάβαση, πέρασμα από κάπου
4. φρ. «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αόρ. του τρέχω), πρβλ. επιδρομή].

Greek Monotonic

παραδρομή: ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως, περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

παραδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., σμῆνος κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· οὕτως, ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) παρέλευσις, μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.

Middle Liddell

παραδρομή, ἡ, παραδραμεῖν
a running beside or over, traversing, Plut.; ἐν παραδρομῇ cursorily, Arist.