σπίνος: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπίνος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''σπίνος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1</b> зяблик, по друг. чиж Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[спин]] (квасцеобразный минерал) Arst. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:55, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,= σπίζα, Ar.Av.1079, Pax 1149, Eub.150.5, Thphr. Sign.39; A σ. ἠῷα σπίζων Arat.1024; also σπίννος, Gloss.; cf. σπίγγος, σπίνα, σπινθίον. II a kind of stone, which blazes when water touches it, Arist.Mir.832b29, Thphr.Lap.13.
German (Pape)
[Seite 922] ὁ, ein kleiner Vogel; Ar. Pax 1115 Av. 1079; nach seiner piependen seinen Stimme benannt, auch zu Markte gebracht und gegessen, nach Einigen der Zeisig, nach Andern der Finke, = σπίζα, der noch jetzt auf Chios σπίνος heißt; Arat. 1024; Ael. H. A. 4, 60; Ath. II, 65, wo aus Eubul. com. eine Stelle angeführt ist. – Bei Arist. mirab. 41 u. Theophr. eine Steinart, die sich durch Wasser entzündet, vielleicht Alaunschiefer.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. σπῖνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπίνος -ου, ὁ vink (vogel).
Russian (Dvoretsky)
σπίνος: (ῐ) ὁ
1 зяблик, по друг. чиж Arph.;
2 спин (квасцеобразный минерал) Arst.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σπίννος Α
κοινή σήμερα ονομασία στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στο γένος fringilla της οικογένειας φρινγκιλλίδες, από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα το είδος Fringilla coelebs, κν. σπίνος, και το είδος Fringilla montifringilla, κν. χειμωνόσπινος
αρχ.
ονομασία λίθου για τον οποίο πίστευαν ότι ανάβει όταν έλθει σε επαφή με το νερό («ὃν δὲ καλοῦσι σπίνον, ὃς ἦν ἐν τοῖς μετάλλοις... ἐν τῷ ἡλίῳ τιθέμενος καίεται, καὶ μᾶλλον ἐὰν ἐπιψεκάσῃ... τις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπίνος ανάγεται στην ίδια οικογένεια με το ρ. σπίζω (ΙΙ) «φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι-σπι» και το προσηγορικό σπίζα «γένος ωδικών πτηνών» (πιθ. < ΙΕ ρίζα spingo- «σπίνος», βλ. λ. σπίζω [ΙΙ]). Ο σχηματισμός του τ. σπίνος, ωστόσο, έχει επηρεαστεί πιθανότατα από το επίθ. σπινός «ισχνός» (πρβλ. σουηδ. spink, ονομασία πουλιού, και spinke «αδύνατος, ισχνός άνθρωπος»)].
Greek Monotonic
σπίνος: ὁ, μικρό πτηνό του γένους Fringilla spinus, σπίνος, καρδερίνα, κριθολόγος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σπίνος: ὁ, (σπίζω) πτηνὸν τι μικρόν, ἡ σπίνα, Fringilla spinus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079, Εἰρ. 1149, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. 5, κτλ.· σπ. στρουθὸς Θοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3. 2· -τὸ ὄνομα σπίνος ἔτι διαηρεῖαι ἐν Χίῳ. - Παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως σπίνα, σπίγγος. ΙΙ. εἶδος λίθου ἀνάπτοντος εὐθὺς ὡς ἐγγίσῃ ὐτὸν ὕδωρ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 41, Θεοφρ. π. Λίθ. 13.
Frisk Etymological English
Meaning: finch
See also: s. σπίζω.
Middle Liddell
σπίνος, ὁ,
a bird of the finch kind, the siskin, Ar.
Frisk Etymology German
σπίνος: {spínos}
Meaning: Fink
See also: s. σπίζω.
Page 2,768
Mantoulidis Etymological
ὁ (=μικρό πουλί). Πιθανόν ἀπό τό σπίζω (=κελαηδῶ σάν σπίνος) πού εἶναι ἠχοποιημένο ἀπό τόν ἦχο τοῦ πουλιοῦ. Ἴσως ὅμως καί ἀπό τό σπινός (=ἀδύνατος, ἰσχνός).