ἄδοξος: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού δέν [[ἔχει]] [[δόξα]], [[ἀφανής]], [[ἄσημος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[δόξα]] (=[[γνώμη]], ὑπόληψη) τοῦ δοκῶ. Ἀπό τό [[ἄδοξος]] τό [[ρῆμα]] [[ἀδοξέω]] (=δέν [[ἔχω]] [[καλή]] [[φήμη]]), [[ἀδοξία]], [[ἀδόξημα]].
|mantxt=(=αὐτός πού δέν [[ἔχει]] [[δόξα]], [[ἀφανής]], [[ἄσημος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[δόξα]] (=[[γνώμη]], [[ὑπόληψη]]) τοῦ δοκῶ. Ἀπό τό [[ἄδοξος]] τό [[ρῆμα]] [[ἀδοξέω]] (=δέν [[ἔχω]] [[καλή]] [[φήμη]]), [[ἀδοξία]], [[ἀδόξημα]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 12:52, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδοξος Medium diacritics: ἄδοξος Low diacritics: άδοξος Capitals: ΑΔΟΞΟΣ
Transliteration A: ádoxos Transliteration B: adoxos Transliteration C: adoksos Beta Code: a)/docos

English (LSJ)

ον, A without δόξα, inglorious, πόλεμος D.5.5; disreputable, τέχνη X.Smp.4.56. 2 obscure, ignoble, πόλεις Isoc.12.253; ἀνώνυμοι καὶ ἄδοξοι D.8.66, cf. Arist.Rh.1384b31; of eunuchs, despised, X.Cyr.7.5.61. Adv. ἀδόξως Plu.Thes.35. II = παράδοξος, unexpected, S.Fr.71; improbable, opp. ἔνδοξος, Arist.Top. 159a39, etc.; τὰ ἀδοξότατα λέγειν ib.159a19.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de mala fama τέχνη X.Smp.4.56.
2 despreciable de los eunucos, X.Cyr.7.5.61, del fornicador, Gr.Nyss.Hom. in 1Cor.6.18.213.25, μηδὲν ... ἄδοξον ... πράξῃς POxy.79ue.4 (II d.C.)
vergonzoso, indigno Welles, RC 1.63 (Tróade IV a.C.).
II 1oscuro, sin gloria, desconocido πόλεις Isoc.12.253, de pers., D.8.66, Arist.Rh.1384b31
sin la gloria divina οὐκ ἄδοξος Thdt.M.80.1624C.
2 que no da gloria, poco glorioso πόλεμος D.5.5, πρόφασις οὐκ ἄδοξος un pretexto honroso Plu.Pomp.70.
III 1inesperado S.Fr.71.
2 no plausible, improbable θέσις Arist.Top.159a39
paradójico τὰ ἀδοξότατα λέγειν Arist.Top.159a19.
IV adv. ἀδόξως = con mala fama ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ Aesop.249, cf. Plu.Ages.24.

German (Pape)

[Seite 37] 1) ohne δόξα, unberühmt, Isocr. 9, 66 steht ὀνομαστοί entgegen; πρόφασις οὐκ ἄδ., ein ehrenwerther Vorwand, Plut. Pomp. 70, u. öfter. – 2) unvermuthet, Soph. frg. bei B. A. 344. – Adv., schimpflich, Plut. Ages. 24 'Thes. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans gloire, obscur, vulgaire;
2 méprisé.
Étymologie: , δόξα.

Russian (Dvoretsky)

ἄδοξος:
1 неизвестный, незнатный Isocr.: ἐξ ἀδόξων ἔνιοι ἔνοδοξοι γίγνονται Dem. некоторые из неизвестных становятся знаменитыми;
2 бесславный, позорный (πόλεμος Dem.): πρόφασις οὐκ ἄδοξος Plut. благовидный предлог;
3 презираемый (εὐνοῦχοι, τέχνη Xen.);
4 невероятный, неправдоподобный (τὸ ἐρωτώμενον Arst.);
5 нежданный Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδοξος: -ον, ὁ ἄνευ δόξης, ἀφανής, ἄσημος· ― πόλεμοι, Δημ. 58. 6: = ἄτιμος, τέχνη, Ξεν. Συμπ. 4. 56. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀφανής, ἄσημος, Ἰσοκρ. 286Α., ἀνώνυμοι καὶ ἄδ., Δημ. 106. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24· ἐπὶ εὐνούχων, καταπεφρονημένος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. ― Ἐπίρρ. -ξως, Πλουτ. Θησ. 35. ΙΙ. = παράδοξος, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 71,. ἀπίθανος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνδοξος, Ἀριστ. Τοπ. 8. 6, 1, κτλ.· τὰ ἀδοξότατα λέγειν, αὐτόθι 9. 4.

Greek Monotonic

ἄδοξος: -ον (δόξα), άσημος, ταπεινός, αυτός που έχει κακή φήμη, σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για πρόσωπα, άσημος, ταπεινός, αυτός που δεν έχει ευγενική καταγωγή, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -ξως, σε Πλούτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄδοξος, -ον)
αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος
αρχ.
1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός
2. απίθανος, απροσδόκητος
3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δόξα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία, ἀδοξῶ].

Middle Liddell

δόξα
inglorious, disreputable, Xen., Dem.: —of persons, obscure, ignoble, Xen., etc.:—adv. -ξως, Plut.

English (Woodhouse)

inglorious, obscure, of low degree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέν ἔχει δόξα, ἀφανής, ἄσημος). Ἀπό τό α στερητ. + δόξα (=γνώμη, ὑπόληψη) τοῦ δοκῶ. Ἀπό τό ἄδοξος τό ρῆμα ἀδοξέω (=δέν ἔχω καλή φήμη), ἀδοξία, ἀδόξημα.

Translations

ignominious

Bulgarian: позорен, долен; Catalan: ignominiós; Czech: potupný, ostudný, ponižující, hanebný; Dutch: schamelijk; Finnish: häpeällinen; French: ignominieux; German: schändlich, schmählich, schmachvoll, schimpflich; Ancient Greek: ἄδοξος, ἀκλεής; Hebrew: מחפיר‎; Italian: ignominioso; Latin: ignominiosus; Russian: позорный, бесславный; Spanish: ignominioso; Swedish: vanhedrande, skymflig, neslig, skamlig; Turkish: yüz kızartıcı