χοάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χώνη]], η, ΝΜΑ, και [[χούνη]] Ν<br /><b>1.</b> [[χωνί]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για [[τήξη]] μετάλλων, [[χωνευτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα της [[μύτης]], με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φαράγγι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου που πίνει πολύ<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] που υπάρχει [[πίσω]] από τον οφθαλμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χοάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χοFανη</i>) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χο</i>-<i>F</i>- του ρ. <i>χέω</i> με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>στεφ</i>-<i>άνη</i>) και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>-. Ο τ. [[χώνη]] με [[συναίρεση]] τών -<i>οα</i>-].
|mltxt=και [[χώνη]], η, ΝΜΑ, και [[χούνη]] Ν<br /><b>1.</b> [[χωνί]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για [[τήξη]] μετάλλων, [[χωνευτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα της [[μύτης]], με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φαράγγι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου που πίνει πολύ<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] που υπάρχει [[πίσω]] από τον οφθαλμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χοάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χοFανη</i>) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χο</i>-<i>F</i>- του ρ. <i>χέω</i> με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> ([[πρβλ]]. [[λεκάνη]], [[στεφάνη]]) και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>-. Ο τ. [[χώνη]] με [[συναίρεση]] τών -<i>οα</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοᾰνη Medium diacritics: χοάνη Low diacritics: χοάνη Capitals: ΧΟΑΝΗ
Transliteration A: choánē Transliteration B: choanē Transliteration C: choani Beta Code: xoa/nh

English (LSJ)

contr. χώνη, A funnel, δίκην δὲ χοάνης (fort. ἀκοῇ δὲ χοάνην) ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18, cf. Ph.1.245; κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Pherecr.108.31; καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Pl.R.411a; as a name of the throat, Alex.Aphr.Pr.2.3; as nickname of a great drinker, Ath.10.436e. 2 Medic., funnel-shaped hollow in the brain, also called ληνός, πύελος, Herophil. ap. Theophil.Corp.Fabr.4.5.5. 3 hollow behind the eye, cj. in Emp. 84.9 (pl.). II = χόανος, melting pot, Posidon.48J., Dsc.5.75, AP9.528 (Pall.).—The form χοάνη is said by Moer.p.401 P. to be Att. (cf. IG12313.127, 314.144), χώνη Hellenic.

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, zsgzgn χώνη, = χόανος, Ar. Th. 18.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. χόανος.

Russian (Dvoretsky)

χοάνη: стяж. χώνηχέω
1 воронка Arph., Plat.;
2 Anth. = χόανος.

Greek (Liddell-Scott)

χοάνη: [ᾱ], συνῃρ. χώνη, «χωνί», Λατ. Infundibutum, δίκην δὲ χοάνης ὦτα διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18, πρβλ. Φίλωνα 1. 245· κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Φερεκράτη: ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1, 31· καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Πλάτ. Πολ. 411Α· ὡς ὄνομα τοῦ λάρυγγος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 3· καὶ οὕτως ὡς σκωπτικὸν ὄνομα ἀνθρώπου πολυπότου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436Ε, κλπ. 2) κοίλωμά τι ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἔχον τὸ σχῆμα χωνίου καλούμενον καὶ ληνὸς καὶ πύελος, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. 135. 11. ΙΙ. = χόανος, τὸ χωνοειδὲς χωνευτήριον τῶν μετάλλων (καὶ νῦν ἔτι καλεῖται χώνη ἐν Θράκῃ)· Διοσκ. 5, 85, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 233D, Ἀνθ. Παλ. 9. 528. - Ὁ τύπος χοάνη λέγεται παρὰ Μοίριδι Ἀττικός, ὁ δὲ τύπος χώνη Ἑλληνικός.

Greek Monolingual

και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν
1. χωνί
2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο
νεοελλ.
1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα της μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα
2. μτφ. φαράγγι
αρχ.
1. σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που πίνει πολύ
2. το κοίλωμα που υπάρχει πίσω από τον οφθαλμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χοάνη (< χοFανη) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χο-F- του ρ. χέω με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκάνη, στεφάνη) και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-. Ο τ. χώνη με συναίρεση τών -οα-].

Greek Monotonic

χοάνη: [ᾰ], συνηρ. χώνη (χέω
I. χωνί, Λατ. infundibulum, σε Πλάτ.
II. = χόανος, σε Ανθ.

Frisk Etymology German

χοάνη: χόανος, χοή, χοῦς
{khoánē}
See also: s. χέω.
Page 2,1107

English (Woodhouse)

funnel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

χώνη ἡ (=τό χουνί, χωνευτήρι). Ἀπό τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.